ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 4.2018

   Η εφαρμογή της αρχής «in dubio pro reo» στην πολιτική δίκη με βάση τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α.

                               - Ζητήματα καταδολίευσης δανειστών

 

                                                    Γνωμοδότηση

 

                                          Παναγιώτης Εμμ. Δέγλερης

                      Δρ. Δικηγόρος, Διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο,

                              Επισκ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Λευκωσίας

 

                                             Βαΐα Β. Στεργιοπούλου

                           Μ.Δ.Ε. Αστικού Δικαίου, Μ.Δ.Ε. Εμπορικού Δικαίου

 

                        Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ

 

            Τέθηκαν υπόψη μας τα παρακάτω πραγματικά δεδομένα:

  1. Οι «Χ» και «Ψ» παραπέμφθηκαν για να δικασθούν ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, σε δικάσιμο του έτους 2018, με την κατηγορία ότι ως οφειλέτες, με πρόθεση και από κοινού, παρείχαν άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια και κατά την εκτέλεση της αξιόποινης πράξης της καταδολίευσης δανειστών - δηλαδή με πρόθεση να ματαιώσουν ολικά την ικανοποίηση του δανειστή τους, απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό τους στοιχείο - που αυτοί τέλεσαν και ειδικότερα δέχθηκαν να μεταβιβασθεί ακίνητο (1/2 εξ αδιαιρέτου) σε αυτούς λόγω δωρεάς από τον «Ζ». Έπραξαν δε αυτό προκειμένου να ματαιωθεί η ικανοποίηση της εγκαλούσας εταιρίας, με την επωνυμία «Δ», η οποία είχε κατά του «Ζ» απαίτηση ύψους 17.000.000,00 € από δανειακές συμβάσεις.
  2. Με την με αριθμό …./2018 απόφασή του το Γ´ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών αθώωσε τους κατηγορουμένους «Χ» και «Ψ» με την εξής αιτιολογία: «… Πλην όμως το δικαστήριο, πέραν των λοιπών προϋποθέσεων που απαιτεί ο νόμος, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 397 ΠΚ, διατηρεί αμφιβολίες ως προς το δόλο των κατηγορουμένων, ήτοι τη γνώση πρώτον ότι ο «Ζ» ήθελε να ματαιώσει ολικώς ή μερικώς τις απαιτήσεις της «Δ» από τα ως άνω δάνεια και δεύτερον ότι οι περιουσία του «Ζ» δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών … Αντίθετα, από το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας το δικαστήριο πείστηκε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν εύλογα την πεποίθηση ότι η περιουσία του «Ζ» ήταν υπεραρκετή προκειμένου να καλύψει τυχόν απαιτήσεις της «Δ» … Και ναι μεν οι κατηγορούμενοι ενδεχομένως να βαρύνονται με βαριά αμέλεια, αφού και οι ίδιοι ως εγγυητές των επίδικων δανείων όφειλαν να παρακολουθούν την πορεία των επίδικων δανείων, όφειλαν να μάθουν και να ενδιαφερθούν τόσο για την περιουσία του «Ζ» … όσο και για την επάρκεια αυτών, δεν μπορεί όμως, κατά την κρίση του δικαστηρίου να τους αποδοθεί δόλος (ούτε καν ενδεχόμενος) ως προς τα ζητήματα αυτά. Από όλα τα ανωτέρω το Δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες α) ως προς τη γνώση των κατηγορουμένων ότι η υπολειπόμενη περιουσία του «Ζ» δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της «Δ» και β) ως προς το ότι με τη σύμπραξή τους στη δωρεά εν ζωή του «Ζ» του ½ εξ’ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου παρείχαν άμεση συνδρομή στην καταδολίευση της απαίτηση της «Δ» και επομένως οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι της αποδιδόμενης σε αυτούς πράξης».
  3. Η παραπάνω ποινική αθωωτική απόφαση δεν προσβλήθηκε με ένδικα μέσα, με συνέπεια να καταστεί αμετάκλητη.
  4. Μετά το αμετάκλητο της ποινικής αθωωτικής απόφασης φέρεται προς συζήτηση αγωγή της δανείστριας εταιρίας «Δ» κατά των ίδιων παραπάνω αθωωθέντων «Χ» και «Ψ», με αίτημα την διάρρηξη της δικαιοπραξίας εν ζωή του «Ζ» κατά των «Χ» και «Ψ» ως καταδολιευτικής.

 

               Β.                          ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΤΕΘΗΚΕ

 

Με βάση τα στοιχεία που εδώ αναφέρονται ζητήθηκε η επιστημονική μας άποψη επί του ακόλουθου ερωτήματος: Ποια η επιρροή εν προκειμένω της αμετάκλητης αθωωτικής κρίσης του ποινικού δικαστηρίου στην εκκρεμή πολιτική δίκη;

 

               Γ.                             Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΕ

                            ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

 

  1. Σύμφωνα με τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρο 321 ΚΠολΔ)[1] αποφάσεις που δημιουργούν δεδικασμένο και δεσμεύουν τον πολιτικό δικαστή είναι μόνον οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων. Οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, καταδικαστικές ή αθωωτικές δεν αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη[2].

Για την ταυτότητα του λόγου σε περίπτωση που το πολιτικό δικαστήριο καταλήξει σε διαφορετική κρίση από αυτή του ποινικού δικαστηρίου, η σχετική απόφαση δεν ελέγχεται αναιρετικά (άρθρο 559 αρ. 16 Κ.Πολ.Δ.), αρκεί δε να προκύπτει από το κείμενο της πολιτικής απόφασης ότι η ποινική κρίση συνεκτιμήθηκε με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων[3].

  1. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, ορίζεται κατά λέξη ότι: «παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του».

Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (O.H.E), το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997 και ορίζει κατά λέξη ότι: «Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο», ενώ αντίστοιχη διάταξη απαντάται πλέον και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 48 παρ. 1)[4].

Με τις παραπάνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις, της Ε.Σ.Δ.Α, του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και του Χ.Θ.Δ., δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην πολιτική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, κατοχυρώνεται όμως και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου[5].

  1. Εξάλλου το τεκμήριο αθωότητας δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορούμενου, στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσης, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες, ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου[6].
  2. Πιο συγκεκριμένα το άρθρο 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α αποβλέπει στην προστασία των ατόμων που έχουν απαλλαγεί από τα ποινικά δικαστήρια ή έπαυσε κατ’ αυτών η ποινική δίωξη, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίζονται από τις δημόσιες αρχές ή άλλα όργανα σα να ήταν στην πραγματικότητα ένοχοι για την παράβαση που τους έχει αποδοθεί[7].

Όπως χαρακτηριστικά έκρινε το Ε.Δ.Δ.Α στην απόφασή του στις 27.9.2007 (Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, αρ. προσφ. 35522/04): «35. … το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο καθιερώνει η παράγραφος 2 του άρθρου 6, αποτελεί ένα από τα στοιχεία της δίκαιης ποινικής δίκης που απαιτεί η παράγραφος 1 της ίδιας διάταξης. Κατ’ αρχήν, η εγγύηση αυτή παραγνωρίζεται εάν μία δικαστική απόφαση η οποία αφορά έναν κατηγορούμενο δίδει την αίσθηση ότι είναι ένοχος, ενώ η ενοχή του δεν έχει προηγουμένως νόμιμα αποδειχθεί (μεταξύ άλλων, Lavents κατά Λετονίας, αριθ. 58442/00, §§ 125-126, 28 Νοεμβρίου 2002). … η εγγύηση του άρθρου 6 § 2 της Σύμβασης εκτείνεται στις δικαστικές διαδικασίες που έπονται της οριστικής αθώωσης του κατηγορουμένου. 38. … η διατύπωση υποψιών επί της αθωότητας ενός κατηγορουμένου δεν είναι αποδεκτή αφού η αθώωση γίνει οριστική (βλέπε, προς την κατεύθυνση αυτή, Sekanina κατά Αυστρίας, απόφαση της 25 Αυγούστου 1993, série A αριθ. 266 Α, σελ. 15-16, § 30). …, όταν η αθώωση γίνει οριστική –ακόμα κι αν πρόκειται για αθώωση λόγω αμφιβολιών σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2- η διατύπωση αμφιβολιών ενοχής, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έλκονται από τους λόγους της αθώωσης, δεν είναι συμβατή με το τεκμήριο της αθωότητας ...».

 

Μάλιστα το παραπάνω Δικαστήριο τόνισε ότι δεν υφίσταται ποιοτική διαφορά μεταξύ μας αθώωσης λόγω έλλειψης αποδείξεων και μίας αθώωσης που απορρέει από τη διαπίστωση της αδιαμφισβήτητης αθωότητας του προσώπου, εκτιμώντας ότι: «39…μέσα στα πλαίσια του άρθρου 6 § 2 της Σύμβασης, το διατακτικό μίας αθωωτικής απόφασης πρέπει να τηρείται από κάθε άλλη αρχή η οποία αποφαίνεται με άμεσο ή έμμεσο τρόπο επί της ποινικής ευθύνης του ενδιαφερομένου».

  1. Το τεκμήριο της αθωότητας, ως δικονομικό δικαίωμα, συμβάλλει κυρίως στην τήρηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης και προωθεί ταυτόχρονα τον σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του διωκόμενου προσώπου, εμποδίζοντας να απαγγελθεί άδικη ποινική καταδίκη και αποσκοπώντας στην τήρηση, σε κάθε μεταγενέστερη διαδικασία, της αθώωσης ή της απόφασης παύσης της ποινικής δίωξης που έχει προηγηθεί[8].

Χωρίς την προστασία του τεκμηρίου της αθωότητας, με την παραπάνω έννοια, οι εγγυήσεις μιας δίκαιης δίκης που προβλέπει το άρθρο 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α θα κινδύνευαν να καταστούν κενό γράμμα.

Ιδωμένο επιπρόσθετα ως δικονομική εγγύηση στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, το τεκμήριο αθωότητας επιβάλει συγκεκριμένες προϋποθέσεις και ρυθμίσεις, αναφορικά – ανάμεσα σε άλλα – με το βάρος της απόδειξης, τα νομικά τεκμήρια, την απαγόρευση της προ της δίκης δημοσιότητας και τις δημόσιες τοποθετήσεις από το δικαστήριο ή από άλλα κρατικά πρόσωπα σχετικά με την ενοχή του κατηγορούμενου[9].

Όμως για την πλήρη διασφάλιση ότι τα δικαιώματα που εγγυάται το άρθρο 6 παρ. 2 εφαρμόζονται αποτελεσματικά στην πράξη, το τεκμήριο της αθωότητας έχει και μια άλλη στόχευση: να προστατεύσει εκείνους που έχουν απαλλαγεί από κάποια ποινική κατηγορία, ή εκείνους σε βάρος των οποίων έχει παύσει η ποινική δίωξη, από το να αντιμετωπίζονται από το κράτος και τις δημόσιες αρχές ωσάν να ήταν ένοχοι[10].

Εξάλλου μόλις τελειώσει η ποινική διαδικασία, είναι κρίσιμη η φήμη του ενδιαφερομένου και ο τρόπος με τον οποίον την αντιλαμβάνεται το κοινό. Έτσι δικαστικές αποφάσεις οι οποίες μετά την αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου ερμηνεύουν, για τις ανάγκες νέας δίκης, την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, με εκείνα της νέας δίκης, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του, παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητάς του[11].

«Το διατακτικό μιας αθωωτικής απόφασης πρέπει να γίνει σεβαστό από κάθε αρχή που αποφαίνεται, ευθέως ή παρεμπιμπτόντως, επί της ποινικής ευθύνης του ενδιαφερόμενου. Εν τέλει το τεκμήριο της αθωότητας σημαίνει ότι εάν έχει απαγγελθεί κατηγορία ποινικής φύσης και η δίωξη κατέληξε σε αθώωση, το διωκόμενο πρόσωπο θεωρείται αθώο απέναντι στο νόμο και πρέπει να αντιμετωπιστεί ως τέτοιο»[12].

  1. Με άλλα λόγια μετά την αθώωση του κατηγορουμένου και στα πλαίσια οιασδήποτε άλλης διοικητικής ή δικαστικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης και μιας αστικής δίκης, δεν είναι επιτρεπτό λόγω της ενότητας της έννομης τάξης, να δημιουργούνται με οιονδήποτε τρόπο αμφιβολίες όσον αφορά την ποινική αθώωση[13].

Και γενικότερα το τεκμήριο της αθωότητας και κατ’ επέκταση η αρχή της δίκαιης δίκης παραβιάζονται όταν από τη μεταγενέστερη απόφαση προκύπτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπόνοιες ή αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του κατηγορουμένου[14].

  1. Προκειμένου να κληθεί σε εφαρμογή το άρθρο 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α σε τέτοιες μεταγενέστερες διαδικασίες[15] θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι υφίσταται σύνδεσμος[16] μεταξύ της περατωθείσας ποινικής διαδικασίας και των μεταγενέστερων διαδικασιών. Τέτοιος σύνδεσμος υφίσταται όταν για παράδειγμα κατά τις μεταγενέστερες αυτές διαδικασίες πραγματοποιείται έλεγχος της κρίσης της προηγούμενης ποινικής διαδικασίας και ιδίως όταν το νέο δικαστήριο υποχρεούται να αναλύσει εκ νέου την ποινική κρίση, να επανεξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής δικογραφίας, να εκτιμήσει τη συμμετοχή του κατηγορούμενου σε μέρος από ή στο σύνολο των περιστατικών που οδήγησαν στην ποινική δίωξη ή να εκφέρει κρίση επί των ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου[17]. Τέτοιος σύνδεσμος έχει κριθεί από το Ε.Δ.Δ.Α. ότι υφίσταται όταν μετά την αθωωτική ποινική απόφαση και σε άλλη διαδικασία, ανεξάρτητα της φύσης αυτής (διοικητικής, πειθαρχικής ή και αστικής) επανεξετάζεται η ποινική δικογραφία και με βάση τα στοιχεία αυτής θεμελιώνεται κρίση αντίθετη προς την προηγούμενη ποινική[18].
  2. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό και το διατακτικό της υπ’ αριθ. …. αμετάκλητης απόφασης του Γ´ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, οι εναγόμενοι της νυν πολιτικής δίκης κηρύχθηκαν αθώοι για το αποδιδόμενο σε αυτούς έγκλημα της καταδολίευσης δανειστών (άρθρο 397 Π.Κ), συγκροτούμενο από τα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν και την αποδιδόμενη σε αυτούς με την υπό κρίση αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά και συγκεκριμένα λόγω έλλειψης του στοιχείου της γνώσης ότι ο οφειλέτης με τη μεταβίβαση του ακινήτου προς αυτούς ματαίωνε την ικανοποίηση των δανειστών του.

Η παραπάνω εκτίμηση του ποινικού δικαστηρίου ως προς την έλλειψη γνώσης των εναγομένων αναφορικά με την καταδολίευση δεσμεύει την κρίση κάθε επόμενου δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένου και του πολιτικού Δικαστηρίου στην υπό κρίση αστική δίκη.

Διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αθώωση των κατηγορουμένων κατά τα παραπάνω, αποδυναμώνοντας την ήδη αμετάκλητη κρίση του ποινικού δικαστηρίου και παραβιάζοντας ευθέως το τεκμήριο της αθωότητας που θεμελιώνεται στα άρθρα 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και 48 παρ. 1 Χ.Θ.Δ. της Ε.Ε.[19], σύμφωνα με τις οποίες - σε αυτή τη «διασταύρωση» της Ε.Σ.Δ.Α με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε - κρίθηκε ότι απόφαση αστικής δίκης που επιδικάζει αποζημίωση στο φερόμενο ως θύμα με παραδοχές τέτοιες που αμφισβητούν την προηγηθείσα ποινική αθώωση του φερόμενου ως δράστη, παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας)[20].

 

                       Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

 

     Συνοψίζοντας και σύμφωνα με όλα όσα ήδη παραπάνω αναλύθηκαν καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι : Στο μέτρο που τουλάχιστον το υποκειμενικό στοιχείο που απαιτεί η ποινική διάταξη του άρθρου 397 παρ. 1 Π.Κ. συμπίπτει με αυτό του αντίστοιχου άρθρου 939 Α.Κ, για δε το πρώτο έχει ήδη αποφανθεί αθωωτικά για τους κατηγορούμενους - και δη αμετάκλητα – αρμόδιο ποινικό δικαστήριο – σε αυτή ακριβώς τη δικαιοταξία -, ο πολιτικός δικαστής, κατά την αξιολόγηση των ίδιων αποδεικτικών μέσων, δεν μπορεί να προβεί σε διαφορετική εκτίμηση, χωρίς να παραβιάσει το άρθρο 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α.

 

[1] Σύμφωνα με το προϊσχύσαν δίκαιο (άρθρο 12 ΠολΔ) οι καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δημιουργούσαν δεδικασμένο που δέσμευε τα πολιτικά δικαστήρια ως προς την τέλεση της αξιόποινη πράξη από τον δράστη, καθώς και ως προς τα αστικής φύσης ζητήματα που είχαν κριθεί παρεμπιπτόντως. Κατά τη θέσπιση όμως του ισχύοντος Κ.Πολ.Δ. επικράτησε η αντίθετη γνώμη και αφέθηκε η εκτίμηση των ποινικών αποφάσεων στην ελεύθερη κρίση του πολιτικού δικαστή (βλ. Κουσούλης σε Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, άρθρο 321 παρ. 5, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε./ Αντ. Σάκκουλα /Δίκαιο & Οικονομία, 2000.

[2] Α.Π 443/2009, Α.Π 215/2013

[3] Α.Π 1236/1998, 88/1985

[4] «Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο».

[5] Βλ. Ε.Δ.Δ.Α. 27.9.2007 Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, αρ. προσφ. 35522/04, παρ. 37, Ε.Δ.Δ.Α απόφαση της 11.2.2003 Ringvold κατά Νορβηγίας αρ. προσφ. 34964/97.

[6] Βλ. Ε.Δ.Δ.Α. 27.9.2007 Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, αρ. προσφ. 35522/04, παρ. 37 και Α.Π 1364/2011, Α.Π 302/2016.

[7] Ε.Δ.Δ.Α. ευρ. Συνθ. 12.7.2013, Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου αρ. προσφ. 25424/09, παρ. 94, Ε.Δ.Δ.Α. 30.4.2015, Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδας, προσφ. 3453/12, 42941/12 και 9028/13, παρ. 83.

[8] Α.Π 715/2017.

[9] Βλ. και άρθρο 4 παρ. 1 Οδηγίας 2016/3434/ΕΕ για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με το οποίο ορίζεται κατά λέξη ότι: «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, όσο δεν έχει αποδειχτεί η ενοχή υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με το νόμο, στις δημόσιες δηλώσεις δημοσίων αρχών και στις δικαστικές αποφάσεις με εξαίρεση τις αποφάσεις περί της ενοχής, το εν λόγω πρόσωπο δεν αναφέρεται ως ένοχο».

[10] Ε.Δ.Δ.Α. 25.1.2018 Bikas κατά Γερμανίας, αρ. προσφ. 76607/13 παρ. 43.

[11] Α.Π 1364/2011, Ε.Δ.Δ.Α. 30.4.2015, Καπετάνιος και λοιπή κατά Ελλάδας, προσφ. 3453/12, 42941/12 και 9028/13, παρ. 83.

[12] Ε.Δ.Δ.Α. 30.4.2015, Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδας, προσφ. 3453/12, 42941/12 και 9028/13, παρ. 85.

[13] Βλ. και Ε.Δ.Δ.Α 15.5.2008 Orr κατά Νορβηγίας, αρ. προσφ. 31283/04 παρ. 51 επ.

[14] Έτσι ακριβώς Α.Π 1652/2013, Α.Π 715/2017.

[15] “Subsequent proceedings” κατά το γράμμα των αποφάσεων του Ε.Δ.Δ.Α.

[16] «link» κατά το πρωτότυπο κείμενο των αποφάσεων.

[17] Ε.Δ.Δ.Α. 25.1.2018 Bikas κατά Γερμανίας, αρ. προσφ. 76607/13 παρ. 32.

[18] Ε.Δ.Δ.Α. 27.11.2018, Urat κατά Τουρκίας, αρ. προσφ. 53561/09 και 13952/11, παρ. 47.

[19] Βλ. και Ε.Δ.Δ.Α. 1.12.2008 Orr κατά Νορβηγίας, αρ. προσφ. 31283/04, παρ. 53 και Ε.Δ.Δ.Α. 11.5.2003 Υ κατά Νορβηγίας, αρ. προσφ. 56568/00, παρ. 42-47.

[20] Για τον διευρωπαϊκό δικαστικό διάλογο Βλ. και Παναγιώτη Δέγλερη, Επίκαιροι προβληματισμοί για τα θεμελιώδη δικαιώματα με αφορμή τη νομολογία του Δ.Ε.Ε και του Ε.Δ.Δ.Α και τον «διάλογο των δικαστηρίων», σε Πειραϊκή νομολογία, τ. 1/2018, σελ. 35 επ.