Επίκαιροι προβληματισμοί για τις περιπτώσεις Διαφθοράς στις Δημόσιες Συμβάσεις στην Ελλάδα [1]
του Παναγιώτη Εμμ. Δέγλερη
Δρ. Δικηγόρου
Επισκ. Καθ. Παν/μίου Λευκωσίας
Μέλος Σ.Ε.Π. Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου
Α. Εισαγωγικά:
1. Οι επισημάνσεις που ακολουθούν, σε σχέση με τον ιστορικά επίκαιρο προβληματισμό για την διαφάνεια και την διαφθορά και το ρόλο του δικαίου (και της δικαιοσύνης) και της «ερμηνευτικής του ευθύνης», εκκινούν από μια μάλλον θεμελιακή προσέγγιση του δικαίου ως κατ’ ουσίαν «πολιτικής επιστήμης» ή μάλλον «κοινωνικοπολιτικής» επιστήμης, η οποία συναρθρώνεται με το κοινωνικό - ιστορικό γίγνεσθαι.
Σε αυτό στοχεύουν και οι «προτεινόμενες χαρτογραφήσεις», τόσο της «ακριβής» όσο και της «κακής» νομοθέτησης, αλλά και τα νομολογικά «ίχνη» που στην δίνη της δημοσιονομικής κρίσης αποδέχθηκαν θεμελιακά το «υπέρτερο δημοσιονομικό δημόσιο συμφέρον» και αυτούσιες τις «δημόσιες πολιτικές» της «συν-νομοθετούσας Διοίκησης», παραβιάζοντας τα θεμελιώδη δικαιώματα και ιδιαίτερα το δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη - δηλαδή στον δικαστή, στον κρίσιμο οικονομικό τομέα των δημόσιων συμβάσεων - όπου βέβαια παρατηρήθηκαν και εντοπίστηκαν οι περισσότερες και μεγαλύτερες περιπτώσεις διαφθοράς.
2. Πρόκειται προφανώς για ένα «παράδειγμα» - «υπόδειγμα» νέου τύπου πλαισίου δικαιοσύνης, όπου θεσμικά η οικονομία της αγοράς είναι αυτή που τελικά φαίνεται να προσθέτει στο δίκαιο το πλήρες και ουσιαστικό του περιεχόμενο, σε αντίθεση με κάθε αξιολογική, φιλελεύθερη λογική του κράτους δικαίου ή και απλά σε αντίθεση με την «common decency» (κοινή ευπρέπεια) [2], σύμφωνα με τον όρο που ο George Orwel είχε συχνά χρησιμοποιήσει για το σύνολο των ανθρώπινων αξιών και την «πρωτοκαθεδρία του Δικαίου επί του Αγαθού», μιας και ήδη παραβιάστηκαν ακόμη και οι μέχρι τώρα «αξιολογικά ουδέτεροι» μηχανισμοί του διοικητικού δικαίου και φαντάζει ως επιλογή «του λιγότερου δυνατού κακού» στα πλαίσια μιας κοινωνίας που κρίνεται πια «μάλλον με βάση τους εχθρούς της και όχι με βάση τα αποτελέσματά της» [3]. Η Δικαιοσύνη όμως αναμφίβολα δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο τέτοιας «διαπραγμάτευσης» στη βάση οικονομικών υπολογισμών και στην έννοια του μηχανισμού του «συμφέροντος».
3. Σε αυτή την περίπτωση λαμβανομένων υπόψη: α) της τελευταίας αύξησης των απαιτούμενων παραβόλων - για παράδειγμα στις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων στις δημόσιες συμβάσεις, που φθάνει τις 50.000,00€, αλλά και - ενδεικτικά - β) την απαίτηση καταβολής του 50% του οφειλόμενου φόρου για την άσκηση έφεσης στις φορολογικές υποθέσεις, το ερώτημα που εύλογα δημιουργείται είναι ποιος τελικά θα τολμήσει να καταβάλει το τεράστιο αυτό ζητούμενο ποσό του δικαστικού δαπανήματος που απαιτείται - προκαταβολικά - προκειμένου να «απευθυνθεί» στον δικαστή του;
4. Υφίσταται με τις νέες «ειδικές ρυθμίσεις» [4] αναμφίβολα σοβαρή προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος της δικαστικής προστασίας και ιδιαίτερα της πρόσβασης στη δικαιοσύνη και αξίζει να σημειωθεί ότι η συζήτηση για το «δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη», αυτό που ο Γάλλος νομομαθής Denys Simon ονόμασε “droit au juge”, (σε αντιδιαστολή με το “droit au droit”), είναι πλέον επίκαιρη όσο ποτέ, γιατί η δικαστική προστασία αποτελεί Θεμελιώδες Δικαίωμα και μάλιστα, μετά την Συνθήκη της Λισαβόνας, αποτελεί πρωτογενές πλέον ενωσιακό δίκαιο, λόγω της εφαρμογής των άρθρων του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Το δικαίωμα πρόσβασης στον Δικαστή αποτελεί το δικαίωμα στο «τελευταίο καταφύγιο», - το «ultimum refugium», την τελευταία ασφαλιστική δικλίδα να προσφύγει κανείς στην δικαιοσύνη για «να ακουστεί τελικά από δικαστή», ειδικά όταν βρίσκεται απέναντι από μια «ανέλεγκτη» και «ανεξέλεγκτη» Δημόσια Διοίκηση.
5. Όλα αυτά αποτελούν μια αναγκαία εισαγωγή προκειμένου να επιχειρηθεί μια σύνθετη περιοδολόγηση στην δικαστική προστασία στο πεδίο των δημόσιων συμβάσεων, με αφορμή όμως το θέμα της «διαφθοράς», κάνοντας και μια πρόσθετη διευκρίνιση, ότι ο τομέας των δημόσιων συμβάσεων είναι ο πλέον κρίσιμος οικονομικός τομέας - κύριος μοχλός ανάπτυξης για την Ελλάδα, ακριβώς λόγω των μεγάλων χρηματοδοτικών προγραμματικών περιόδων (Β’ Κ.Π.Σ. - Γ’ Κ.Π.Σ. - ΕΣΠΑ - νέο ΕΣΠΑ) - που «αναδεικνύεται όμως» και ως ο πλέον προβληματικός για τον ποινικό έλεγχο τομέας, μιας και ιδιαίτερα στον τομέα αυτό εντοπίστηκαν οι μεγαλύτερες περιπτώσεις διαφθοράς τα τελευταία χρόνια.
6. Η προτεινόμενη δε παρακάτω περιδιολόγηση κρίνεται μάλλον απαραίτητη ακριβώς γιατί οι δημόσιες συμβάσεις καλύπτουν μια μακρόχρονη περίοδο, χωρίς βέβαια να υπολογισθεί η νέα προγραμματική περίοδος 2014 - 2020, μιας και το ευρύτερο πρόβλημα της διαφθοράς - κατά την προκειμένη ερμηνευτική προσέγγιση - εντοπίζεται στο ότι η διαφθορά τελικά δεν είναι μόνο οι περιπτώσεις δωροδοκίας (όπου συνήθως άστοχα περιορίζεται), ενώ και η πλήρωση των στοιχείων του εγκλήματος της απιστίας γεννά επίσης σημαντικά ερμηνευτικά προβλήματα - ιδιαίτερα στις περιπτώσεις της δωροδοκίας μέσω αφανών πόρων («μαύρα ταμεία») αλλά και στην δωροληψία μέσω επιστροφών («kick-back») [5].
Β. Μια πρώτη προσπάθεια περιοδολόγησης στις δημόσιες συμβάσεις
1. Θα ήταν σφάλμα να θεωρηθεί επιστημονικά ως διαφθορά μόνο η δωροδοκία. Αναμφίβολα σε ορθή κατεύθυνση βρίσκεται η πρόσφατη σχετική νομοθέτηση, ενώ έχει ήδη ξεκινήσει ο επιστημονικός αντίλογος, μιας και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο ολοκληρώθηκε μια πλήρης μελέτη, με τις νέες προτεινόμενες ρυθμίσεις στο θέμα της διαφθοράς στον δημόσιο τομέα (Συνέδριο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Νομική Σχολή σε συνεργασία με την Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων με θέμα: «Οικονομικό Έγκλημα και Διαφθορά στον δημόσιο τομέα. Ένα συνεκτικό σχέδιο για την αντιμετώπισή τους»), ενώ ακούστηκαν και αναμένεται να ακουστούν κρίσιμες παρατηρήσεις για τη νέα Οδηγία 2014/42, η οποία κάνει επιτρεπτή την δήμευση και σε βάρος τρίτων, κλονίζοντας συθέμελα κλασικές αρχές του «δογματικού» ποινικού δικαίου. Ενδεικτικά μόνο μπορούν να αναφερθούν ότι, ειδικά στις δημόσιες συμβάσεις, η διαφθορά μπορεί να αφορά το περιβάλλον, την κατασπατάληση πόρων, και εκτείνεται από τον Αχελώο μέχρι την SIEMENS, από τα λεωφορεία μέχρι τα εξοπλιστικά προγράμματα, από τον τελευταίο δήμο ή τους δήμους και τις περιφέρειες, μέχρι την πολεοδομία ή τις προμήθειες Υγείας και σχεδόν - γίνεται αντιληπτό ότι - διαπερνά όλη την δομή της δημόσιας διοίκησης.
2. Όλη η προηγούμενη τριακονταετία περιέλαβε: τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, το Β’ Κ.Π.Σ., το Γ’ Κ.Π.Σ., το ΕΣΠΑ, ενώ υπήρξε και η περίοδος των Ολυμπιακών Αγώνων με αναμφίβολη κατασπατάληση πόρων μέσα από υλοποίηση δημόσιων συμβάσεων, ενώ δεν πρέπει να διαφεύγει ότι και σε ευρωπαϊκό επίπεδο το μέγεθος της αγοράς δημόσιων συμβάσεων είναι εξαιρετικά σημαντικό - νοείται για τις εθνικές οικονομίες των χωρών της Ε.Ε. Περίπου το ένα πέμπτο του Α.Ε.Π. της Ε.Ε. δαπανάται σε ετήσια βάση από τις δημόσιες αρχές και τους οργανισμούς δημόσιου δικαίου για προμήθεια αγαθών, έργων και υπηρεσιών [6].
3. Σύμφωνα με τον M. Foucault οφείλουμε σε κάθε περίπτωση να εντοπίσουμε και να «χαρτογραφήσουμε» τους συνολικούς «θύλακες διαφθοράς», αυτές τις δομές της ανομίας, «βλέποντας» δηλαδή «σκεπτόμενοι» διαφορετικά, ακριβώς γιατί με τη συγκεκριμένη παραγωγή ειδικής «νομοθεσίας», γίνεται διαχείριση της ανομίας, ενώ η οικονομική αυτή εγκληματικότητα που εμφανώς διαπερνά στις δημόσιες συμβάσεις δεν είναι τυχαίο περιστατικό ούτε ατομικό σύμπτωμα ούτε έχει ατομικά χαρακτηριστικά. Στις δημόσιες συμβάσεις λοιπόν, έχουμε να αντιμετωπίσουμε κυριολεκτικά ένα σύνθετο «αρχιπέλαγος» διαφθοράς, που σε συνδυασμό με τα νέα «παραδείγματα»:
α. της «ακριβής δικαιοσύνης»
β. της «στοχευμένης κακής νομοθέτησης»
συντελούν στην διατήρηση ή και ορθότερα προστατεύουν τις εστίες αυτές.
Ακριβώς γιατί μόνο με τη συμβολή της νομοθεσίας για το «ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος» έχουν ήδη εντοπισθεί και βρίσκονται στις αίθουσες των δικαστηρίων πολλές υποθέσεις «διαφθοράς», ιδιαίτερα από συμβάσεις προμηθειών αλλά και εξοπλιστικά προγράμματα.
4. Αυτό που είναι ενδιαφέρον και θα πρέπει να προβληματίσει είναι ότι όλες οι «κρίσιμες» διοικητικές και δημόσιες συμβάσεις έχουν κριθεί - και από το Ε.Σ. - ως «νόμιμες». Κυριολεκτικά όλες οι περιπτώσεις διαφθοράς για τις οποίες «βοά η Ελλάδα και το εξωτερικό», προέρχονται «τελικά» από νόμιμες δημόσιες συμβάσεις.
Αυτή είναι η λεγόμενη «γκρίζα ζώνη» ανάμεσα στο δήθεν «ουδέτερο» διοικητικό δίκαιο και το ποινικό δίκαιο και ευρύτερα την οικονομία, χωρίς να λησμονηθεί η περίπτωση των μεγάλων δημόσιων συμβάσεων παραχώρησης ή των έργων Σ.Δ.Ι.Τ., που με τη συνήθη - ευφυή τακτική της μεταγενέστερης «νομοθετικής κύρωσης» νομιμοποιήθηκαν και κατέστησαν πλέον απόλυτα «απρόσβλητες».
5. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πρώτης περιόδου - μέχρι το χρονικό ορόσημο του 2009 - 10 (δηλαδή προ κρίσης) είναι μια διοίκηση που «συν - νομοθετεί» για δεκαετίες, η οποία «ενώνεται» με την πολιτική μέσα από το λεγόμενο «κομματικό» κράτος και είναι γνωστό για πολλές δεκαπενταετίες, εικοσαετίες - αν ληφθεί υπόψη ότι η περιοδολόγηση αυτή ξεκινάει (έστω σχηματικά) από τη δεκαετία του 1980 και μετά, όταν η «συν - νομοθετούσα» Διοίκηση κυριαρχείται πλέον από τον «κομματικό στρατό», που καταλαμβάνει τις «κομματικές» θέσεις - ευθύνης - της Διοίκησης και στην ουσία έρχεται η «πολιτική», δηλαδή το Κοινοβούλιο, να επικυρώσει απλά τις δράσεις και τις επιλογές της Διοίκησης.
6. Σε επίπεδο νομοθεσίας, την δεκαετία του 1980 ξεκίνησαν να ακούγονται οι περίφημοι θεματικοί τίτλοι νομοσχεδίων ως: «νομοσχέδια σκούπα», τα οποία δεν ήταν κάτι άλλο παρά κυριαρχικές αποφάσεις των τότε - ανά τομέα αρμοδιότητας - Υπουργών, που σκοπό είχαν να νομοθετήσουν σύνολο διαφορετικών αλλά «ειδικών περιπτώσεων», καλύπτοντας κλασικά ρουσφέτια ή με εξαιρετικές ρυθμίσεις, με την πρόφαση της «αποκατάστασης αδικιών». Ο λόγος της αναφοράς αυτής είναι ότι τον ίδιο ακριβώς τίτλο είχε και πρόσφατο νομοθέτημα της Ελληνικής Βουλής. Άρα κάποια πράγματα εμφανίζονται με το «στοιχείο της μονιμότητας» ή της «κανονικότητας». Τα επόμενα νομοσχέδια που κατατέθηκαν μετά το 1990, μετά τα «νομοσχέδια σκούπα», ήσαν οι «νόμοι - γενικά πλαίσια». Οι νόμοι αυτοί - γενικά πλαίσια είναι αυτοί που δημιούργησαν την ανάγκη για την έκδοση σωρείας Προεδρικών Διαταγμάτων - και Υπουργικών Αποφάσεων, προκειμένου να υλοποιηθούν αλλά απαιτούσαν ακόμη και την έκδοση σωρείας Ερμηνευτικών Εγκυκλίων, οι οποίες πολλές φορές στην ουσία τροποποιούν τον ίδιο το νόμο, αλλά χωρίς την έκδοσή τους - παρέμενε ή παραμένει ίσως και σκόπιμα «ανενεργός» ο ίδιος ο νόμος [7].
Γ. Η πρώτη περίοδος της προσωρινής δικαστικής προστασίας στις δημόσιες συμβάσεις
1. Η ψήφιση των Ν. 2522/1997 και Ν. 2854/2000 (ασφ. μέτρα στις δημόσιες συμβάσεις) αποτέλεσε τομή για το διοικητικό δικονομικό δίκαιο, αναμορφώνοντας το σύστημα της προσωρινής δικαστικής προστασίας, παρέχοντας στους συμμετέχοντες στους δημόσιους διαγωνισμούς - υποψήφιους αναδόχους σοβαρότατα εχέγγυα για έγκαιρη και αποτελεσματική προσωρινή δικαστική προστασία και ουσιαστικά διασφαλίζοντας τα δικαιώματά των, τα οποία πηγάζουν από το ενωσιακό δίκαιο, «καλύπτοντας τα δικαιοκρατικά κενά της εθνικής έννομης τάξης» [8]. Χωρίς όμως - πέρα από την υποχρεωτική συμμόρφωση - να γίνεται αξιοποίηση των δυνατοτήτων της νέας - τότε - Οδηγίας για την αναμόρφωση και των λοιπών εθνικών κανόνων και διατάξεων προσωρινής δικαστικής προστασίας.
2. Οι παραπάνω νόμοι αναγνώρισαν το δικαίωμα στην αποτελεσματική προσωρινή δικαστική προστασία, η οποία οφείλει να είναι έγκαιρη, δηλαδή να παρέχεται σε προσήκοντα χρόνο, δίνοντας στον εθνικό αλλά ταυτόχρονα και ενωσιακό δικαστή [9] την δυνατότητα να διατάξει τα εκάστοτε κατάλληλα προσωρινά μέτρα, προκειμένου να αποτραπούν ανεπανόρθωτες ή δύσκολα επανορθώσιμες βλάβες στα συμφέροντα των ιδιωτών που προσφεύγουν στην προσωρινή αυτή δικαστική προστασία, μέχρι το δικαστήριο της κύριας δίκης να επιληφθεί της υπόθεσης.
3. Η προσωρινή δικαστική προστασία αποσυνδέεται πλέον από τις προϋποθέσεις του κοινού δικονομικού δικαίου (προηγούμενη άσκηση αίτησης ακύρωσης, μη επανορθώσιμη βλάβη, κ.λπ.) και στοχεύει κυριαρχικά στην ταχεία επίλυση των διαφορών, εξυπηρετώντας τόσο τα ιδιωτικά συμφέροντα των διαγωνιζομένων, όσο και το δημόσιο συμφέρον της σύναψης της σύμβασης και εκτέλεσης του έργου, που απαιτούν την αμεσότατη εκκαθάριση της διαφοράς. Έτσι η προσωρινή δικαστική προστασία είναι «επίκαιρη», αφού παρέχεται την κατάλληλη στιγμή, πριν δημιουργηθούν δυσμενείς συνέπειες, αλλά και «κατάλληλη», χωρίς να εξουδετερώνει την ανάγκη για ολοκλήρωση του έργου ή της προμήθειας.
4. Η επιτυχία του παραπάνω νομοθετικού συστήματος προσωρινής δικαστικής προστασίας αποδείχθηκε από τον συνεχώς αυξανόμενο αριθμό των αιτήσεων προσωρινής δικαστικής προστασίας που, από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του νόμου και μετά, άρχισαν να κατατίθενται στα αρμόδια δικαστήρια.
5. Αμέσως με την εφαρμογή αυτού του - τότε - νέου νομοθετικού πλαισίου κατέστη προφανές ότι η προσωρινή δικαστική προστασία των Ν. 2522/1997 και Ν. 2854/2000, ήταν πια η κύρια - αν όχι η μόνη - επιλογή των ενδιαφερομένων, προκειμένου να εκκαθαρίσουν τις «διαφορές» τους με την Αναθέτουσα Αρχή, γρήγορα και αποτελεσματικά.
6. Ταυτόχρονα η νέα παραπάνω «δικονομική» διαδικασία έδωσε την ευκαιρία στο Συμβούλιο της Επικρατείας να παρουσιάσει ένα σημαντικό και πλούσιο νομολογιακό έργο, ενώ ταυτόχρονα αναδείχθηκε μια σημαντική αδυναμία από τη «διφυή» τότε δικονομική «ιδιαιτερότητα της δωσιδικίας», αποτέλεσμα της οποίας ήταν να εκδικάζονται οι αιτήσεις προσωρινής δικαστικής προστασίας που στρέφονται κατά Ανωνύμων Εταιρειών του ευρύτερου δημοσίου και όλων των Ν.Π.Ι.Δ. (με τη χαρακτηριστική πληθώρα των Αναθετουσών Αρχών που με «διαχειριστική επάρκεια» διαχειρίστηκαν και διαχειρίζονται σοβαρούς οικονομικούς, εθνικούς και ενωσιακούς πόρους) στα αστικά δικαστήρια, δηλαδή τα Μονομελή Πρωτοδικεία, όπου το «απόλυτα» σύνηθες και προβλέψιμο αποτέλεσμα ήταν η απόρριψη της αίτησης. Δημιουργώντας ένα εξαιρετικό πλαίσιο «ειδικής προστασίας» αλλά και δικαστικά «ανέλεγκτου» της δράσης των ανωνύμων εταιριών του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα για σειρά ετών, δηλαδή ουσιαστικά από την εφαρμογή του Ν. 2522/97 μέχρι και την 1η 1.2011, όταν άρχισε η εφαρμογή του Ν. 3886/10.
7. Από την περίοδο αυτή και μετά αρχίζουν να γίνονται εμφανή τα χαρακτηριστικά αποτελέσματα της «κακής» νομοθέτησης και επιπλέον του «ανέλεγκτου» της Διοίκησης, που μόλις αναφέρθηκε, το οποίο στη συνέχεια και κατά την διάρκεια της κρίσης μέχρι και σήμερα, γίνεται πλέον και «ακαταδίωκτο». Το ανέλεγκτο της Διοίκησης είναι η κλασική θεωρία που αναπτύχθηκε από το Σ.τ.Ε. και ισχύει στο Διοικητικό Δίκαιο, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο δεν ελέγχει την Διοίκηση στην ουσιαστική της απόφαση. Επιπλέον, αποτελεί πάγια στάση του Σ.τ.Ε. και των Διοικητικών Δικαστηρίων να μην διατάσσουν πραγματογνωμοσύνες. Έτσι, έχουμε όχι μόνο μια υπερδιόγκωση της νομοθετούσας διοίκησης, η οποία παραμένει ανέλεγκτη, αλλά τώρα τελευταία, με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες περί ΤΑΙΠΕΔ και Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, έχουμε και τη νομοθέτηση του «ακαταδίωκτου» για τις πράξεις των οργάνων της Διοίκησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον όρο «ακαταδίωκτο» που χρησιμοποιείται στην παρούσα μελέτη είναι και η σχετική διάταξη του άρθρου 78 του Ν. 4146/2013 που παρέχει «ασυλία» στις διοικήσεις των τραπεζών για τα δάνεια που χορήγησαν αφειδώς στα πολιτικά κόμματα. Η διάταξη αυτή έχει κατά λέξη ως εξής:
«Δεν συνιστά απιστία, κατά την έννοια των άρθρων 256 και 390 του Ποινικού Κώδικα, για τον Πρόεδρο, τα μέλη του Δ.Σ. και τα στελέχη των Τραπεζών, η σύναψη δανείων πάσης φύσεως με νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται κατά νόμο, καθώς και η εν γένει παροχή πιστώσεων σε αυτά, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) υφίστανται αποφάσεις των θεσμοθετημένων εγκριτικών επιτροπών ή οργάνων κάθε Τράπεζας και β) τηρήθηκαν, κατά τη χορήγησή τους, οι σχετικές κανονιστικές πράξεις της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔΤΕ)».
Δ. Η δεύτερη περίοδος ελέγχου - Το «υπέρτερο» δημοσιονομικό δημόσιο συμφέρον και το «παράδειγμα» της «ακριβής δικαιοσύνης»
1. Στη συνέχεια, την δεκαπενταετία 2000-2015, προετοιμαζόμενοι για το ιδεώδες του Ολυμπισμού - τη νέα μεγάλη Ιδέα της σύγχρονης εποχής - και τα μεγάλα Ολυμπιακά έργα, μαζί με τις πρώτες «αποκρατικοποιήσεις» και τις μεγάλες δημόσιες συμβάσεις παραχώρησης, η Διοίκηση είχε πλέον άλλες ανάγκες και απαιτήσεις: δεν της αρκούσαν οι «ειδικές» ρυθμίσεις που θα εντάσσονταν σε διάφορα, ακόμα και άσχετα ή και συνήθως άσχετα, νομοσχέδια, αλλά «απαιτούσε ακόμα μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, την οποία και απέκτησε με την παραγωγή νέων «νόμων», που «σαν νόμοι - πλαίσια» πλέον, έθεταν γενικούς και αφηρημένους δήθεν κανόνες και στη συνέχεια απαιτούντο για να εφαρμοστούν και να εξειδικευτούν σωρεία Υ.Α. αλλά και Ερμηνευτικών Εγκυκλίων, με πλήρη παράδοση του νομοθετείν στη Διοίκηση - στο Κράτος, σαν μια δικαιϊκή αναθέσμιση με τη θέσπιση «δικαίου» με συνεχή νομοθετική και μόνο παραγωγή, με σαφή περιορισμό ή υποβάθμιση της πολιτικής ιδιαίτερα έναντι της οικονομίας. Να σημειωθεί ότι στηριζόμενη στην προαναφερθείσα νέα πρακτική του «νομοθετείν» η Εξουσία πέτυχε στα προηγούμενα χρόνια, εφαρμόζοντας «αντίστροφη μηχανική» («reverse engineering») στην πρακτική αυτή της νομοθέτησης, να ακυρώσει στην πράξη ήδη υφιστάμενους νόμους, ακριβώς μη εκδίδοντας τις απαιτούμενες και προβλεπόμενες Υπουργικές Αποφάσεις ή Εφαρμοστικές - Ερμηνευτικές Εγκυκλίους.
2. Αυτός ο συνδυασμός Κράτους - Διοίκησης - Πολιτικού Κράτους και Οικονομίας που είναι η νέα Κυβερνώσα Δύναμη, με το νέο πλέον τρόπο άσκησης της διακυβέρνησης και κυβερνησιμότητας, έχοντας φέρει στο επίκεντρο το συνολικό διοικητικό κρατικό μηχανισμό («Κυβερνητικό» πλέον «Κράτος»), δεν ανέχεται ιδιαίτερα τον έλεγχο και τη λογοδοσία και δεν έχει οιαδήποτε διάθεση να (δια)κινδυνεύσει. Γι’ αυτό ακριβώς και αρχίζει να «νομοθετεί» το «ανέλεγκτό» του. Δηλαδή, να θεσπίζει έντεχνα συνεχή ανυπέρβλητα «όρια» - σαν πλέγμα προστασίας - που περιορίζουν αντίστοιχα την όποια δυνατότητα άσκησης ελέγχου, ενώ στη συνέχεια προχώρησε ένα βήμα ακόμα θεσπίζοντας, δηλαδή «νομοθετώντας» και το «ακαταδίωκτο». Νοείται στηριζόμενη στη θεωρία των «ανέλεγκτων» ζητημάτων (εσωτερικών θεμάτων) της Βουλής, χωρίς ποτέ να ελέγχεται η αιτιολόγηση της ρύθμισης ή πολύ περισσότερο ή όποια αποτελεσματικότητα του ίδιου του νομοθετήματος, στα πλαίσια της ιδιότυπης αυτής «δικαστικής ασυλίας».
3. Η προαναφερθείσα τάση της συν-νομοθετούσας Διοίκησης στην περιοδολόγηση αυτή έχει ένα σαφή και μη διακηρυγμένο στόχο: ουδεμία - ή εν πάσει περιπτώσει - ελάχιστη ανάμειξη της Δικαιοσύνης, δηλαδή μη δικαστικά ελεγχόμενη ιδιαίτερη νομοθετική λειτουργία, η οποία επιτυγχάνεται με τον περιορισμό, με «αναλογικά» και ανεκτά πάντα όρια, του θεμελιώδους δικαιώματος της δικαστικής προστασίας αλλά και του ευρύτερου δημοκρατικού ουσιαστικού ελέγχου, προγραμματισμού, απολογισμού και λογοδοσίας στις επιλογές του σύγχρονου «νομοθέτη», αλλά ιδιαίτερα και στη διαχείριση του δημόσιου (και κοινοτικού) χρήματος. Ουσιαστικά πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική - ίσως τεκτονική - μεταστροφή στο μοντέλο της διακυβέρνησης του ελληνικού κράτους, που αφορά - καταλαμβάνει όλη τη χρονική περίοδο (1974 - 2010) που αντιστοιχεί στην ίδρυση και στις αλλεπάλληλες προσχωρήσεις νέων κρατών μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που αντιστοιχεί στην εποχή της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, στην καθιέρωση της Συμφωνίας της Ουάσιγκτον του 1982 («Washington consensus» - New Public Management), μιας διακυβέρνησης σταθερά πλέον προσανατολισμένης στη γιγαντιαία «νέα χρηματοδοτική πραγματικότητα» των Ευρωπαϊκών Ταμείων (που ήρθαν να καλύψουν τις ασυμμετρίες μεταξύ αρχικών και μεταγενέστερων εταίρων) [10], που αδιαφορεί ίσως για τη δημοκρατία, ακριβώς γιατί συνδέεται πλέον με την οικονομία.
4. Τι επιπρόσθετα μας ανέδειξε η κρίση; Με αφορμή τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και τους πολυσέλιδους νόμους, που κυρώθηκαν όλοι με την διαδικασία του ενός άρθρου, φτάσαμε ουσιαστικά σε αυτό που προείπα, δηλαδή στην κρίση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τελικά στην κρίση ή στην ουσιαστική ματαίωση του δικαιώματος της πρόσβασης στην δικαιοσύνη. Για να φτάσουμε, όμως, στην πρόσβαση στην δικαιοσύνη, που είναι τελικά και το μεγαλύτερο πρόβλημά μας, ειδικά για εμάς τους νομικούς, περάσαμε πρώτα - από την κρίση στα θεμελιώδη δικαιώματα, είχαμε δηλαδή μεγάλη κρίση στα εργασιακά, στα οικονομικά, στα ατομικά δικαιώματα και τέλος μεγάλη κρίση και στην υγεία. Πρέπει να αναφερθεί ότι το μεγάλο έγκυρο ιατρικό περιοδικό Lancet ανέφερε χαρακτηριστικά ότι, για πρώτη φορά πέρυσι και υστέρα από 40 χρόνια, είχαμε στην Ελλάδα κρούσματα ελονοσίας. Συνεπώς, πρώτα υπήρξαν τεράστια προβλήματα στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα για να φτάσουμε τελικά και στο δικαίωμα της πρόσβασης στην δικαιοσύνη [11]. Και τι έγινε; Νομοθετήσαμε την «ακριβή δικαιοσύνη»! Αυτή είναι η ιστορία των υψηλών παραβόλων (στις δημόσιες συμβάσεις): Αρχικά με μια Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (4.12.2012) και στη συνέχεια με διάταξη Νόμου (Ν. 4146/2013 και Ν. 4198/2013) επιβλήθηκε στα ασφαλιστικά μέτρα παράβολο [– αν είναι δυνατόν!] που φτάνει και το ύψος των 50.000,00 ευρώ, το οποίο μάλιστα κρίθηκε από το Σ.τ.Ε. ως συνταγματικό και μάλιστα αναλογικό, επειδή υπήρχε πλαφόν 1% στον προϋπολογισμό των διαγωνισμών των δημόσιων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (Επ.Αν.Σ.τ.Ε. (Ολ.) 136/2013 κ.ά.).
5. Στη συνέχεια εκδόθηκε ο Ν. 4281/2014 - καθόσον ένα χρόνο περίπου μετά και την τελευταία τροποποίηση κατά τα παραπάνω ψηφίστηκε η νομοθεσία για τα: «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, οργανωτικά θέματα Υπουργείου Οικονομικών και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 160/8.8.2014) - στο δεύτερο μέρος του οποίου περιλαμβάνονται διατάξεις του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με τις οποίες επιχειρήθηκε να ενοποιηθεί και αναδιαρθρωθεί το σύνολο της νομοθεσίας των δημόσιων συμβάσεων.
Η νομοθεσία αυτή που θεσπίστηκε μάλλον βεβιασμένα γιατί δεν ανέμενε και την ενσωμάτωση των νέων Οδηγιών και τη μεταφορά τους στο εθνικό δίκαιο (2014/23, 2014/24 και 2014/25 που εντωμεταξύ είχαν εκδοθεί), επιχειρώντας να αναμορφώσει και να εκσυγχρονίσει την ενωσιακή νομοθεσία των δημόσιων συμβάσεων, περιλαμβάνει και αυτή - συνεχίζοντας την «πεπατημένη» - υψηλό χρηματικό παράβολο, αν και διαφοροποιημένο σε πολλά σημεία.
Το ύψος του παραβόλου παραμένει συναρτώμενο προς τον προϋπολογισμό της δημόσιας σύμβασης, πλην όμως δεν συνυπολογίζεται πλέον ο αναλογών Φ.Π.Α.
Για πρώτη φορά θεσπίζεται κατώτατο όριο παραβόλου (για την προδικαστική Προσφυγή αυτή τη φορά), ενώ το ανώτατο όριο μειώνεται στο ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ, αντί του ποσού των πενήντα (50.000,00) ευρώ. Καταλείπεται όμως μεγάλη και δυσεξήγητη ευχέρεια στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να ορίζουν κλιμακωτά το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού, το ανώτατο και κατώτατο όριο, τον τρόπο και χρόνο κατάθεσης και είσπραξης, τον τρόπο απόδειξης της είσπραξης, την τυχόν απόδοση του παραβόλου σε περίπτωση ολικής ή μερικής αποδοχής της προσφυγής ή σε περίπτωση παραίτησης του προσφεύγοντος από την προσφυγή του πριν τη συζήτησή της.
Ιδιαίτερα επιβαρυντικό για τον προσφεύγοντα διαγωνιζόμενο είναι ότι η κατάθεση του παραβόλου μεταφέρεται στο προηγούμενο της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων στάδιο - αυτό της κατάθεσης της προδικαστικής προσφυγής. Έτσι η καταβολή του παραβόλου και μάλιστα στο σύνολο αυτού, πρέπει να πραγματοποιείται πλέον με την κατάθεση της προδικαστικής προσφυγής ενώπιον της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημόσιων Συμβάσεων, που καθίσταται αρμόδια για την εκδίκασή της.
6. Εν μέσω της οικονομικής κρίσης που τα τελευταία έτη μαστίζει την χώρα και ενώ οι οικονομικές συνθήκες για όλους τους πολίτες χειροτέρευσαν κατά τρόπο δραματικό, ο Έλληνας νομοθέτης φαίνεται να επιδόθηκε σε μία δραματική αύξηση των δικονομικών δαπανημάτων, σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιο συστηματικό τρόπο, που αναδεικνύουν - σε δεύτερη ανάγνωση - μια σταθερή δημοσιονομική κατεύθυνση και έναν «εισπρακτικό» στόχο και όχι βέβαια αυτόν της διασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας των δικαστηρίων, ενώ σε μια επάλληλη ανάλυση προκύπτει - ιδιαίτερα σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας - η σταθερή προσπάθεια παρεμπόδισης της δυνατότητας προσφυγής στην δικαστική προστασία και άρα ματαίωσης του δικαστικού ελέγχου της διοίκησης.
7. Ενδεικτικά και μόνο σαν τα σταθερά σημεία - «γεωγραφικά ίχνη» - «αποτυπώματα» της πρώτης αυτής «χαρτογράφησης», σύμφωνα με τον όρο του Michael Foucault, του τοπίου της «ακριβής» δικαιοσύνης, καταγράφονται - όπως και ανάγλυφα παρουσιάζονται μέσα από τη νομοθέτησή τους, σημεία - «ίχνη» μιας συνολικής «διάταξης της γνώσης», που δημιουργούν, με τη συνάρθρωσή τους, έναν «πυκνό ιστό» («tissu epais») σχέσεων δύναμης - εξουσίας και ουσιαστικά αποτυπώνουν ένα νέο - πρώτο - λειτουργικό «χάρτη», όπου δεν εμφανίζονται πόλεις ή κάποιες πρωτεύουσες, αλλά στον οποίον προέχει η χρηστικότητά του [12]. Ακριβώς γιατί μας ενδιαφέρει η «μελέτη» των μεταβολών που επιφέρει ο «χάρτης» αυτός και η «ρητή ή άρρητη εμπέδωσή τους» [13].
Ε. Η «Χαρτογράφηση» της ακριβής δικαιοσύνης και της «στοχευμένης κακής νομοθέτησης»
1. Σε αυτή την αναζήτηση μιας άλλης γνώσης και θεατότητας, με την καθοριστική συμβολή του «χαρτογράφου» M. Foucault, το «ρητό συνέχεται με το θεατό», μιας και ο κανόνας δικαίου ανήκει στο πεδίο της «Γνώσης», δημιουργώντας ένα νέο «Πίνακα Γνώσης» , με τη λειτουργική συνένωση - αποτύπωση των «αποτυπωμάτων - ιχνών» αυτών, κάνοντας το βλέμμα (και) του νομικού «πιο σύνθετο».
2. Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν - ας συνενώσουμε - αυτά τα εμφανή νομικά «ίχνη» στο προτεινόμενο αυτό διάγραμμα - «χάρτη» της νέας «ακριβής δικαιοσύνης» και της «στοχευμένης κακής νομοθέτησης», που «φαίνονται» σαν «κουκίδες» του χάρτη να είναι τα εξής:
- Με το άρθρο 22 του Ν. 3900/2010 επιβλήθηκε υποχρέωση του ασκούντος έφεση σε φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές χρηματικού αντικειμένου, να καταβάλει - επί ποινή απαραδέκτου της έφεσης - ποσοστό 50% του οφειλόμενου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, φόρου, δασμού ή τέλους και μάλιστα επί πλέον του παραβόλου 2% που ούτως ή άλλως, σύμφωνα με το άρθρο 277 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ., όφειλε να καταβάλει.
- Με το άρθρο 45 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 «Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης και άλλες διατάξεις», με το οποίο αντικαταστάθηκαν οι παρ. 2, 3, 4 του άρθρου 277 Κ.Πολ.Δ., αυξήθηκε το παράβολο για την άσκηση αίτησης προσωρινής δικαστικής προστασίας από τα 25€ στα 100€.
- Το ίδιο παράβολο καταβάλλεται και για την άσκηση ένστασης των άρθρων 246 και 269 Κ.Δ.Δ. και αντένστασης κατά το άρθρο 256 Κ.Δ.Δ, ανακοπής ερημοδικίας, έφεσης, αντέφεσης, αίτησης αναθεώρησης και τριτανακοπής, ενώ επιβλήθηκε για πρώτη φορά παράβολο 25€ για την άσκηση προσφυγής κατά φορέα κοινωνικής ασφάλισης.
- Με το άρθρο 8 του Ν.3900/2010 επιβλήθηκε παράβολο 100€ για την άσκηση αίτησης ακύρωσης, υπαλληλικής προσφυγής, τριτανακοπής.
- Με το ίδιο παραπάνω άρθρο 8 του Ν. 3900/2010 αυξήθηκαν τα παράβολα και στις διαδικασίες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και συγκεκριμένα για την κατάθεση αίτησης αναίρεσης, πλην εκείνων που αφορούν διαφορές κοινωνικής ασφάλισης. Από τα 200€ το ζητούμενο παράβολο αυξήθηκε στα 250€ και για την άσκηση αίτησης ακύρωσης, έφεσης, υπαλληλικής προσφυγής, τριτανακοπής ή αίτησης αναίρεσης σε διαφορές κοινωνικής ασφάλισης από 50€ σε 150€.
- Με το νέο Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας επιβλήθηκε υποχρέωση του ασκούντος προσφυγή σε φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές χρηματικού αντικειμένου να καταβάλει επί ποινή απαραδέκτου της προδικαστικής προσφυγής που υποχρεωτικά πρέπει να ασκήσει πριν την προσφυγή του προς το αρμόδιο δικαστήριο ποσοστό 50% του βεβαιωμένου σε βάρος του φόρου ή / και προστίμου.
- Με τροποποίηση στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας το παράβολο για την προσφυγή, την έφεση και την αντέφεση στις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές ορίζεται σε ποσοστό ίσο με 2% επί του αντικειμένου της διαφοράς και φθάνει μέχρι του ποσού των 10.000,00€.
- Με το άρθρο 30 του Ν. 3982/2011 «Απλοποίηση αδειοδότησης τεχν. επαγγελματικών και μεταποιητικών δραστηριοτήτων», ως προϋπόθεση της άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής κατά των αποφάσεων της αδειοδοτούσας αρχής, που επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις σχετικά με άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας στις μεταποιητικές και συναφείς δραστηριότητες, θεσπίστηκε παράβολο 0,5% επί της αξίας του μηχανολογικού εξοπλισμού ή 2,5% επί της αποθηκευτικής ικανότητας της αποθήκης και μέχρι του ποσού των 1.500,00€.
- Το δικαστικό ένσημο στις υποθέσεις με χρηματικό αντικείμενο (ανεξαρτήτως δικαιοδοσίας πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων) επεκτάθηκε και στις αναγνωριστικές αγωγές, ενώ αυξήθηκε από ποσοστό περίπου 7 τοις χιλίοις επί του αιτούμενου χρηματικού αντικειμένου που ίσχυε προ της οικονομικής κρίσης σε ποσοστό 1,1 περίπου τοις εκατό.
- Επιβλήθηκε για πρώτη φορά πάγιο παράβολο στην άσκηση έφεσης 200€, στην άσκηση αναίρεσης 300€ στις πολιτικές δίκες και στην άσκηση αναψηλάφισης 400€, με εξαίρεση τις υποθέσεις διατροφής, αυτοκινητικών διαφορών και εργατικών, ως επίσης και 100€ στην αίτηση εξαίρεσης δικαστή.
- Αυξήθηκε το παράβολο για την άσκηση μήνυσης ή έγκλησης, ως και το παράβολο παράστασης πολιτικής αγωγής από 10€ σε 100€ και 50€ αντίστοιχα .
- Επιβλήθηκε για πρώτη φορά παράβολο για την άσκηση προσφυγής κατά απορριπτικής της έγκλησης εισαγγελικής διάταξης και κατά κλητήριου θεσπίσματος ποσού 300€.
- Οι ελάχιστες δαπάνες που καλείται να πληρωθούν στις περιπτώσεις ποινικών δικαστηρίων διπλασιάστηκαν στα Πταισματοδικεία, Πλημμελειοδικεία, Πενταμελή Εφετεία και Μικτά Ορκωτά Εφετεία, ενώ τριπλασιάστηκαν στα Τριμελή Εφετεία Κακουργημάτων και Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια.
- Επιβλήθηκε παράβολο για την κατάθεση αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβολικής καθυστέρησης της Δικαιοσύνης, ποσού 200€. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι με τα άρθρα 53, 55 και 57 παρ. 3 Ν. 4055/2012 «Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής» προβλέφθηκε η δυνατότητα επιβολής δαπάνης υπέρ του Δημοσίου μέχρι και 1.000,00€ σε περίπτωση ήττας του διαδίκου κατ’ ουσίαν, η οποία μπορεί να αυξηθεί μέχρι και 2.000,00 € σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης ως προφανώς απαράδεκτης ή αβάσιμης. Βέβαια ουδεμία αντίστοιχη επιβολή δαπάνης προβλέφθηκε ή προβλέπεται κατά του Δημοσίου για τη «συμπεριφορά» του στην δίκη.
3. Πέραν των παραπάνω δικονομικών δαπανημάτων θεσπίστηκαν και περαιτέρω διατάξεις που στην πραγματικότητα αυξάνουν το κόστος της πρόσβασης στην Δικαιοσύνη, ουσιαστικά παρεμποδίζουν την πρόσβαση στον δικαστή, αλλά και αποδεικνύουν το στόχο για άμεση είσπραξη χρημάτων.
Όλως ενδεικτικά:
- Με τροποποίηση στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας υποχρεώθηκε ο διοικούμενος που ασκεί αγωγή να την επιδίδει με δικαστικό επιμελητή, προκειμένου να επέλθουν οι ουσιαστικού δικαίου συνέπειες της άσκησης αυτής.
- Το ευεργέτημα της πενίας περιορίστηκε, ώστε να μην καταλαμβάνει πλέον τα δικαιώματα των πραγματογνωμόνων.
- Το ποσοστό προσαύξησης κατά την είσπραξη ποσών επιβαλλόμενων σε χρήμα ποινών και ποσών που προκύπτουν από τη μετατροπή στερητικών της ελευθερίας ποινών αυξήθηκε από 97% σε 110%.
- Αυξήθηκαν οι δικαστικές δαπάνες που επιδικάζονται από τα ποινικά δικαστήρια, ως επίσης και τα έξοδα ανάκλησης των εγκλήσεων.
- Επιβλήθηκε Φ.Π.Α. 23% σε όλες τις αμοιβές των λειτουργών που συνάπτονται με την Δικαιοσύνη: δικηγόρων, δικαστικών επιμελητών, συμβολαιογράφων.
- Αυξήθηκαν όλα τα τέλη (ένσημα υπέρ ΤΝ, ΤΑΧΔΙΚ, ΤΥΔ), ως και πολλές από τις «τιμές αναφοράς», δηλαδή τις τεκμαιρόμενες ως εισπραττόμενες αμοιβές από τους δικηγόρους, με συνέπεια την αντίστοιχη αύξηση του κόστους πρόσληψης δικηγόρου.
4. Χαρακτηριστικά δε στα παραπάνω είναι και το σχετικό πρόσφατο Υπόμνημα της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών που απευθύνθηκε προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διατυπώνοντας τα εξής :
«Η Πολιτεία αντιμετώπισε την τάση σώρευσης υποθέσεων διά της δημιουργίας εμποδίων προσβασιμότητας των πολιτών στο Δικαστήριο ή (και) διά της υποτίμησης της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας. Πράγματι, την τελευταία ιδίως πενταετία - εξαετία, αναφορικά με τη διοικητική δικαιοσύνη, με διαδοχικά νομοθετήματα (βλ. ιδίως του Ν. 3659/2008, 3900/2010, 4055/2012, 4093/2012, 4174/2013 κ.α.) θεσπίστηκε σειρά δικονομικών βαρών για τους πολίτες (π.χ. βάρος επίδοσης της φορολογικής προσφυγής επί ποινή απαραδέκτου και μάλιστα σε συντομότατη προθεσμία, υποχρέωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής στις φορολογικές διαφορές κ.λπ.), αυξήθηκε το κόστος της διοικητικής δίκης (π.χ. υπερ-εικοσαπλασιασμός των παραβόλων, υποχρέωση καταβολής ποσοστού 50% του οφειλόμενου φόρου ως προϋπόθεση άσκησης έφεσης κ.λπ.), υποτιμήθηκε η δικαστική προστασία στο περιεχόμενό της (π.χ. κατάργηση της αναστολής καθ’ εαυτής στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές, αλλά και στις διαφορές με χρηματικό αντικείμενο, γενίκευση των μονομελών συνθέσεων, περιορισμός της εξουσίας του δικαστηρίου στις φορολογικές υποθέσεις κ.α.)».
5. Όλες οι παραπάνω αυξήσεις πραγματοποιήθηκαν ευθέως δυσανάλογα με τις διαμορφούμενες «οικονομικές συνθήκες», οι οποίες στιγματίστηκαν από τη μείωση των μισθών και συντάξεων, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, την αύξηση των φορολογικών βαρών και υποχρεώσεων, την πρόσφατη επιβολή των capital controls, την αύξηση του κόστους ζωής και τη σημαντική μείωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.
ΣΤ. Η «περιπέτεια» του δημοσιονομικού (μη) ελέγχου των δημόσιων συμβάσεων - Η νομοθέτηση των «υψηλών ορίων» και η «συγγνωστή πλάνη»
1. Να σημειωθεί ότι το «ανέλεγκτο» των δημόσιων συμβάσεων - που όπως αναφέρθηκε έχει εξελιχθεί και σε «ακαταδίωκτο», όπως έχει γίνει στις δημόσιες συμβάσεις, με τα μεγάλα όρια - κατώφλια για τον δημοσιονομικό έλεγχο - που συνεχώς αυξάνονται. Χαρακτηριστικά μπορεί να ειπωθεί ότι ένας Διοικητής μιας Α.Ε. (του ευρύτερου Δημόσιου τομέα), γνωρίζοντας ότι το όριο ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο μιας μεγάλης δημόσιας σύμβασης είναι στα 5.000.000,00€ θα ήταν «αφελής» να προκηρύξει έργο για τέτοιο ποσό, όμως δεν θα είχε κανένα απολύτως πρόβλημα, αν το ποσό αυτό τελικά προσδιοριζόταν στα 4.900.000,00€. Ας το προσδιορίσουμε ως «το παιχνίδι των υψηλών ορίων» γιατί ο νέος στόχος του «ανέγγιχτου» επιτυγχάνεται με τη νομοθετική θέσπιση - κάθε φορά και υψηλότερων «ορίων» - για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη ή στο δικαστικό, εν προκειμένω τον δημοσιονομικό έλεγχο και σαν παράδειγμα και μόνο αναφέρονται τα όρια ελέγχου για τις δημόσιες συμβάσεις από το Ελεγκτικό Συνέδριο, που έχουν διαμορφωθεί σταθερά όλο και υψηλότερα [19].
2. Έτσι από το ελάχιστο όριο του ενός εκατομμυρίου (1.000.000,00) ευρώ, άνω του οποίου οι δημόσιες συμβάσεις υπάγονταν στον υποχρεωτικό προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρο 12 παρ. 27 Ν. 3310/2005), το έτος 2013 με το νέο νόμο για το Ελεγκτικό Συνέδριο και συγκεκριμένα με το άρθρο 35 του Ν. 4129/2013, οι συγχρηματοδοτούμενες από την Ευρωπαϊκή Ένωση δημόσιες συμβάσεις, οι οποίες αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία, αν όχι το σύνολο των συναπτόμενων σήμερα δημόσιων συμβάσεων, απέκτησαν ειδικό - εξαιρετικό όριο, ανερχόμενο στο ποσό των πέντε εκατομμυρίων ευρώ (5.000.000,00 €).
Ειδικά δε οι προγραμματικές συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ δύο αναθετουσών αρχών και αφορούν την εκτέλεση συγχρηματοδοτούμενων έργων, έχουν αυξημένο όριο στο ποσό των δέκα εκατομμυρίων ευρώ (10.000.000,00 €).
Λίγο αργότερα και με το άρθρο 73 παρ. 1 του Ν. 4146/2013 τροποποιήθηκαν εκ νέου οι ανωτέρω διατάξεις, ώστε το χρηματικό όριο του προσυμβατικού ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου να ανέρχεται πλέον για όλες τις συγχρηματοδοτούμενες συμβάσεις προμηθειών, υπηρεσιών και έργων στο ποσό των δέκα εκατομμυρίων ευρώ (10.000.000,00 €), ενώ πρέπει να θεωρηθεί ως απόλυτο βέβαιο – σαν «σταθερή αξία» ότι σε περίπτωση που κάποια Διοίκηση π.χ. το Δ.Σ. μιας Α.Ε. του ευρύτερου «δημόσιου τομέα» προγραμματίζει και αναγκαία προϋπολογίζει ένα δημόσιο διαγωνισμό ενός έργου ή μιας υπηρεσίας και γνωρίζοντας ότι το όριο ελέγχου των σχετικών δημόσιων συμβάσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει ανέλθει (για παράδειγμα) στα 5.000.000,00 €, με «χαρακτηριστική άνεση», αλλά και απολύτως νόμιμα, γιατί όπως προαναφέρθηκε η ουσιαστική κρίση για την «υπηρεσιακή ανάγκη» είναι «ανέλεγκτη», το έργο αυτό θα προκηρυχθεί, με σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα, με ύψος προϋπολογισμού τα 4.900.00,00 €, ακριβώς για να αποφευχθεί ο προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
3. Αν στο σημείο αυτό προστεθεί σαν συμπλήρωση των «ιχνών» του ιστού αυτού της χαρτογράφησης και οι διατάξεις με τις οποίες δεν επιτρέπεται δεύτερος βαθμός κρίσης, αλλά και τίθεται όριο για την άσκηση αναίρεσης στις δημόσιες συμβάσεις και με το «νέο» παράβολο που φθάνει μέχρι τις 50.000,00 € για την άσκηση ασφαλιστικών μέτρων - προσωρινή δικαστική προστασία στις δημόσιες συμβάσεις, τότε γίνεται πλέον κατανοητό το με απόλυτη νομική κατασκευή αλλά και «νόμιμη» θωράκιση «ανέλεγκτο» της Δημόσιας Διοίκησης.
Προβλήματα στον έλεγχο της νομιμότητας [20] και κατά τούτο στον εντοπισμό περιπτώσεων διαφθοράς στα πλαίσια της δράσης της δημόσιας διοίκησης εντοπίζονται και στην προβλεπόμενη ελεγκτική διαδικασία εξωτερικού ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ως μηχανισμού διασφάλισης και καθολικού ελέγχου της τήρησης ιδιαίτερα της νομιμότητας των διαγωνιστικών διαδικασιών και της διοικητικής δράσης, με γνώμονα ιδιαίτερα την δημοσιονομική νομιμότητα.
4. Ειδικότερα με το άρθρο 98 παρ. β του Συντάγματος ο έλεγχος αυτός απέκτησε και συνταγματικό έρεισμα. Σε συνδυασμό δε με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. θ και το άρθρο 35 παρ. 1 του Ν. 4129/2013 «Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 52/2013), ορίζεται ότι για τις δημόσιες συμβάσεις μεγάλης προϋπολογιζόμενης δαπάνης διενεργείται υποχρεωτικός έλεγχος νομιμότητας της οικείας σύμβασης, πριν τη σύναψή της από Κλιμάκια του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Ο παραπάνω προληπτικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει νομοθετηθεί ως μια επιπλέον δικλίδα ασφαλείας στην τήρηση της νομιμότητας των διαγωνιστικών διαδικασιών για τις δημόσιες συμβάσεις, χωρίς βέβαια να μπορεί να ελεγχθεί, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα η σκοπιμότητα των πράξεων της Αναθέτουσας Αρχής.
5. Η δικλίδα όμως αυτή ασφαλείας έχει αποδειχθεί επανειλημμένως διάτρητη. Και τούτο μέσω μιας ιδιόμορφης και αμφιβόλου νομικής ορθότητας νομολογιακής κατασκευής, που αναπτύχθηκε από το Ε.Σ., εκείνης της «συγγνωστής πλάνης» (πρβλ. ενδεικτικά Πράξη 109/2005 [21] και 110/2007 [22] Τμήμα Ⅵ - Ελ. Συν. Ⅵ Τμήμα 208/2012, Ⅵ Τμήμα 2/2008, Ⅵ Τμήμα 43/2008 κ.ά.).
Μέσω της «νομολογιακής αυτής κατασκευής», το Ελεγκτικό Συνέδριο, παρά το ότι συχνά εντοπίζει παραβάσεις της νομιμότητας στην εκάστοτε ελεγχόμενη διαγωνιστική διαδικασία, επιτρέπει τελικά την υπογραφή της σύμβασης, εκτιμώντας ότι η Διοίκηση παραβίασε την κείμενη νομοθεσία χωρίς σκοπιμότητα, δηλαδή χωρίς πρόθεση καταπάτησης του νόμου αλλά «κατά λάθος», από πεπλανημένη πεποίθηση, δηλαδή από «συγγνωστή πλάνη».
Το κατά τα παραπάνω «επιτρεπτό» τελικά των παραβιάσεων της Διοίκησης, με την αιτιολογία ότι έγιναν από «λάθος», χωρίς να προσδιορίζεται ειδικά η όποια «ασάφεια» του νόμου, πέραν του ότι στερείται παντελώς νομικού ερείσματος, ουσιαστικά δίνει το έναυσμα για περαιτέρω παραβιάσεις της νομοθεσίας εκ μέρους της Διοίκησης, σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος, προσβάλλοντας κατάφωρα τόσο την αρχή της τυπικότητας που διέπει τους δημόσιους διαγωνισμούς, όσο και την αρχή της νομιμότητας που διέπει ολόκληρο το διοικητικό δίκαιο και που εν προκειμένω με νομολογιακή κατασκευή «σχετικοποιείται» [23].
Ανοίγει δε ουσιαστικά την «πόρτα» στην διαφθορά δίνοντας «μια ακόμη ευκαιρία να σωθεί» ο υπό κρίση διαγωνισμός, αλλά και διακηρύσσοντας μάλλον πανηγυρικά ότι οι παραβιάσεις της νομοθεσίας εκ μέρους των διοικητικών υπαλλήλων «τελικά, ίσως, μπορεί και να επιτραπούν».
6. Πάντως από όλη την πολυετή αλλά και νομολογιακή σύγκρουση για το ρόλο και τη φύση του ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ιδιαίτερα στις αναθέσεις δημόσιων συμβάσεων, παρατηρούνται τα εξής:
- Απαιτήθηκε σχεδόν μια δεκαετία για να διευκρινισθεί ότι ο προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν αποτελεί άσκηση δικαιοδοτικής λειτουργίας [24].
- Με συνεχείς «νομοθετικές πρωτοβουλίες» υπήρξαν στοιχεία περιορισμού του ελέγχου, όπως για παράδειγμα η ρύθμιση του άρθρου 73 του Ν. 4146/2013 που περιορίζει το δικαίωμα στην άσκηση αίτησης ανάκλησης μόνο στις περιπτώσεις, όπου κωλύεται η υπογραφή της σύμβασης, ενώ αντίθετα στερεί το δικαίωμα στους λοιπούς συμμετέχοντες να καταγγείλουν γραπτά «όσα πιθανά διέλαθαν» της προσοχής της Αναθέτουσας Αρχής, στερούμενοι το δικαίωμα αυτό στον ούτως ή άλλως αυτεπάγγελτο, αλλά και υποχρεωτικά καθολικό και πλήρη προσυμβατικό έλεγχο.
- Αντί δε να επεκτείνεται ο έλεγχος αυτός στο σύνολο των πράξεων - της δράσης της διοίκησης, εντούτοις «αυτοπεριορίζεται» συνήθως - όπως προκύπτει από τη νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου - στα θέματα που είτε δημιουργήθηκαν με διαφωνίες μελών επιτροπών ή προέκυψαν μετά από ενστάσεις ή προσφυγές συμμετεχόντων [25].
- Αντί, όπως φυσιολογικά θα ανεμένετο, να διευρυνθεί και να τεκμηριωθεί ο διενεργούμενος έλεγχος, με ανάπτυξη στο Ελεγκτικό Συνέδριο μηχανισμών υποστήριξης με ειδικούς επιστήμονες - εμπειρογνώμονες, ειδικούς οικονομολόγους - τεχνικούς συμβούλους που θα αναδείκνυαν το Ελεγκτικό Συνέδριο σε κορυφαίο ουσιαστικό ελεγκτικό θεσμό, σύμφωνα με τα διεθνή δημοσιονομικά ελεγκτικά πρότυπα, ώστε να αποδίδονται ουσιαστικά αποτελέσματα στον κρίσιμο τομέα του ελέγχου της συμβατικής δράσης της εξουσίας, εντούτοις κατασπαταλήθηκαν πόροι και ιδιαίτερα χρόνος στην διερεύνηση της φύσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζεται με νέες ρυθμίσεις του «νομοθέτη» η «εντύπωση», της «δικαστηριακής δομής» και «δικαιοδοτικής» λειτουργίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με τη θέσπιση και νέου βαθμού - αυτού της αναθεώρησης στο Ελεγκτικό Συνέδριο [26] - που ακολουθεί βέβαια την περίπτωση που ήθελε τυχόν «χαθεί» - παρ’ ελπίδα - η ασκηθείσα αίτηση ανάκλησης.
7. Συνεπώς, η «κακή νομοθέτηση», η πολυνομία, οι ειδικοί νόμοι, η συν-νομοθετούσα διοίκηση και τώρα τελευταία, η «ακριβή» δικαιοσύνη, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις διαφθοράς των μεγάλων δημόσιων συμβάσεων, μαζί με τις δρακόντειες προϋποθέσεις παραδεκτού και βασίμου, που μπαίνουν πλέον σε κάθε νομοθέτημα, μας δημιουργούν ένα τεράστιο προβληματισμό ως προς το τι γίνεται γι’ αυτόν τον κρίσιμο τομέα της οικονομίας, ενώ παράλληλα εντοπίστηκαν σαν νέοι θύλακες «διαφθοράς» η σχέση «ειδικής» νομοθέτησης και «μηδενικού» πειθαρχικού ελέγχου των δημοσίων υπαλλήλων [27].
Ζ. Επιλεγόμενα
Συμπερασματικά μόνο μπορούν ίσως να καταγραφούν τα εξής:
1. Στις δημόσιες συμβάσεις, επειδή ακριβώς πρόκειται για πεδίο ενωσιακού δικαίου, είναι ορθότερο να προηγείται σε κάθε περίπτωση ο έλεγχος συμβατότητας (267 Σ.Λ.Ε.Ε.) και είναι σημαντικό, μιας και απευθυνόμαστε πλέον μετά τη συνθήκη της Λισσαβόνας στους Έλληνες δικαστές με την ιδιότητα του «κοινοτικού» δικαστή, να μην λησμονείται ότι ο πρωτοβάθμιος δικαστής είναι ο «κοινός» ενωσιακός δικαστής πλέον στην χώρα μας και είναι απαραίτητο να προτείνεται και να προβάλλεται ο έλεγχος συμβατότητας και στις δημόσιες συμβάσεις, ο οποίος πρέπει να προηγείται από τον όποιο έλεγχο της συνταγματικότητας.
2. Νοείται ότι συμπληρωματικά στα προηγούμενα το ενωσιακό δίκαιο δικαιούται και πρέπει «να αξιώνει την κανονιστική του πραγμάτωση» όχι μόνο σε συνθήκες σταθερότητας, αλλά - κατά μεγάλο λόγο - σε περιόδους κρίσης, όπως η παρούσα.
3. Είναι πολύ σημαντικό να ξεκινήσουμε να ξανασχεδιάζουμε την οικονομία και την ανάπτυξη όχι με κανόνες της αγοράς και εδώ θα χρειαστεί η συνεργασία όλων, καθώς οι δημόσιες συμβάσεις πρέπει να έχουν ουσιαστικό προγραμματισμό και κυρίως, νομοθετημένο απολογισμό και λογοδοσία, αλλάζοντας την προοπτική όλων των κοινωνών ως προς το πραγματικό δημόσιο συμφέρον.
4. Άρα πρέπει να απομακρυνθούμε από την έννοια του δημόσιου συμφέροντος, που φτάσαμε να θεωρούμε ότι είναι τελικά μόνο το «δημοσιοοικονομικό συμφέρον» και να επανανοηματοδοτήσουμε αυτή την έννοια με τον τρόπο που και η Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποιεί, δηλαδή το γενικό καλό. Σε αυτό το σημείο προτείνεται να χρησιμοποιηθεί σαν θεωρητικό εργαλείο η θεωρία των «κοινοτιστών», όπως τη διατύπωσε ο Michael Sandel, γιατί πρέπει να διακρίνουμε τον ρόλο ακριβώς του δημόσιου συμφέροντος ανάμεσα στο lawful και στο fairness, έτσι ώστε να καταλήξουμε, στο «τι είναι τελικά το σωστό». Αυτή είναι η προτεινόμενη ερμηνεία που οδηγεί στο δημόσιο συμφέρον σαν «κοινό καλό» [28].
5. Αντί άλλης πρότασης για τη «στοχευμένη κακή νομοθέτηση» μια συνολική - τελική παρατήρηση όπως την διατύπωσε με ενάργεια ο Καθηγητής Νικόλαος Μπιτζιλέκης:
«Η χώρα μας δεν πάσχει από έλλειψη νόμων, πάσχει αντιθέτως από πολυνομία και ανομία, δύο φαινόμενα του ίδιου νοσηρού κλίματος. Όσον αφορά την πολυνομία, η συνεχής προσφυγή στη νομοθετική λειτουργία για να επιλυθεί ένα κοινωνικοπολιτικό πρόβλημα έχει αποδειχθεί όχι μόνο ατελέσφορη αλλά και επιζήμια. Είναι επιζήμια, καθώς η πολυνομία συχνά οδηγεί σε αμφι- ή και πολυσημία, γεννώντας αντιφάσεις και δημιουργώντας κλίμα αδιαφάνειας και απαξίωσης της νομικής επιστήμης. Η «διαπλοκή» των νόμων ευνοεί λοιπόν και την διαπλοκή των ανθρώπων. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι και το ποινικό κυρωτικό δίκαιο έχει πέσει θύμα αυτού του νομοθετικού πληθωρισμού, καθώς, όσο χρησιμοποιείται για πολιτικό εντυπωσιασμό, χάνει από την καθαρότητα και σαφήνειά του και εν τέλει απαξιώνεται. Και ένα απαξιωμένο ποινικό δίκαιο δεν λειτουργεί πια, υποθάλπει διαφθορά και εθίζει στη διαφθορά. Όμως η πολυνομία γεννά και την ανομία, τόσο τη θεσμική όσο και την άτακτη. Ως θεσμική ανομία ή άλλως «νόμιμη» ανομία θα χαρακτήριζα αυτή την οποία επιτρέπουν οι αντιφατικές διατάξεις, οι «φωτογραφικές» ρυθμίσεις, τα κενά του νόμου ή ό,τι ο λαός μας αποκαλεί «παραθυράκια», αυτά που επιτρέπουν να καταστρατηγείται το πνεύμα του νόμου, να αλλοιώνεται με επιτηδευμένο τρόπο η ορθή εφαρμογή του και να χάνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στην έννομη τάξη» [29].
6. Αυτό δε το τοπίο του παραδείγματος της προαναφερθείσας «ακριβής και δυσπρόσιτης δικαιοσύνης» δημιουργεί αναμφίβολα μια νέα «ορατότητα», μια νέα συνολική θεώρηση, με καθαρό πια στόχο την «πλήρη αποφυγή του δικαστικού ελέγχου», ενώ με τη λαθεμένη γενική αποδοχή της «κατάστασης ανάγκης», που λόγω κρίσης «κυριάρχησε», στη συγκεκριμένη κρίσιμη ιστορική πραγματικότητα, συνεχίζεται η θέσπιση κανόνων δικαίου που σταθερά αποκλίνουν από την Δικαιοσύνη, κάνοντας επίκαιρο τον δημόσιο διάλογο για την θεμελιακή διάκριση ανάμεσα στο δίκαιο και την Δικαιοσύνη, με την δεύτερη να παραμένει σαν αξίωση - «σαν εμπειρία του αδυνάτου» [30].
-------------
1. Το παρακάτω κείμενο αποτελεί γραπτή απόδοση της εισήγησης μου που έγινε στη Λευκωσία, στις 6.3.2015, στη Θεματική Ενότητα: «Κράτος και Διαφθορά» στα πλαίσια του 1ου Παγκύπριου Συνεδρίου Ποινικού Δικαίου και Εγκληματολογίας με θέμα: «Το έγκλημα: Οι σύγχρονες προκλήσεις και η ποινική καταστολή». Το κείμενο ενσωματώνει σκέψεις και παρατηρήσεις που έχω διατυπώσει και σε άλλα κείμενά μου, είναι αισθητά εκτεταμένο και ξανά-επεξεργασμένο και έχει συμπληρωθεί με την αναγκαία τεκμηρίωση και νεότερα πορίσματα, καθώς και ορισμένα στοιχεία από μια ευρύτερη μελέτη που επιχειρώ.
2. Βλ. και Jean-Claude Michéa: «Η αυτοκρατορία του μικρότερου κακού» εκδ. Πόλις 2008, σελ. 37. /p>
3. Βλ. Jean-Claude Michéa, ο.π., σελ. 213.
4. Πρόκειται αναμφίβολα για ρυθμίσεις που δεν περιορίζουν αλλά πλήττουν τον πυρήνα του δικαιώματος. Πρβλ. και Κωνσταντίνο Φινοκαλιώτη «Η άσκηση φορολογικής πολιτικής σε περίοδο οικονομικής κρίσης και το κράτος δικαίου - σε ΔιΔικ 6/2014, σελ. 1441 επ.
5. Βλ. και σχετική μελέτη Καθ. Αριστομένη Ρ. Τζαννετή σε Ποινικά Χρονικά ΞΓ/ 2013, σελ. 568 επ.
6. Ακριβώς έτσι σε έκθεση της Ε.Ε. για την καταπολέμηση της διαφθοράς (Βρυξέλλες 3.2.2014 / COM 2014/38, σελ. 25).
7. Χαρακτηριστική και η σχετική εισήγηση του Καθηγητή Χρίστου Μυλωνόπουλου στο 12ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου με θέμα: «Η Ποινική Νομοθέτηση και τα προβλήματα», Μάιος 2015 - όπου ειδικά για τις νομοθετικές και νομολογιακές «επινοήσεις» στο χώρο του Ποινικού Δικαίου ανέφερε και το εξής: «Ⅰ. Γενικά χαρακτηριστικά Ο ισχύων Ελληνικός Ποινικός Κώδικας του 1950, προϊόν μιας επεξεργασίας που είχε εγκαινιασθεί ήδη από το 1910, και με πλαίσιο αναφοράς μία περίπου προβιομηχανική, ολιγάνθρωπη γεωργική κοινωνία, ήταν ένα κείμενο πρωτοποριακό για την εποχή του, λιτό και λακωνικό και κατ' αρχήν διακρινόμενο από ενδοσυστηματική συνέπεια[1], που απέβλεπε στην εξατομίκευση της ποινής και στον εξοβελισμό της αντικειμενικής ευθύνης, απέφευγε την αφόρητη περιπτωσιολογία του προϊσχύσαντος Ποινικού Νόμου και επεδείκνυε εμπιστοσύνη στον δικαστή, αφήνοντάς του ευρέα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας. Με την πάροδο των χρόνων, όλα αυτά μεταβλήθηκαν άρδην. Η λακωνικότητα εγκαταλείφθηκε, η λιτότητα απεμπολήθηκε και η ενδοσυστηματική συνέπεια εξέλιπε από πολλού και παραχώρησαν την θέση τους σε αντινομίες, σε αφόρητη περιπτωσιολογία (υπάρχουν άρθρα στον Κώδικα που αριθμούν σελίδες ολόκληρες), με αντιφάσεις, και βεβαίως (το χειρότερο) με μία θεατρικότητα και έναν πληθωρισμό ποινών. Έτσι, από την μία μεν πλευρά προβλέπονται αυστηρές ποινές κατά της ελευθερίας για όλες τις αξιόποινες πράξεις, για τα κακουργήματα μάλιστα βαρύτατες (πληθωρισμός), οι οποίες όμως είτε δεν εκτελούνται διόλου (στα πλημμελήματα), αφού είναι δυνατή η μετατροπή ακόμη και για την φυλάκιση πέντε ετών, είτε εκτελούνται δραστικά ελαττωμένες (στα κακουργήματα), με αποτέλεσμα οι ποινικοί κανόνες να αποβάλλουν την σοβαρότητα και πειστικότητά τους και να προσλαμβάνουν ένα στοιχείο θεατρικότητας. Από την άλλη πλευρά, πάλι δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί, ότι η ποινική μας δικαιοσύνη χαρακτηρίζεται τόσο σε νομοθετικό όσο και σε νομολογιακό επίπεδο, από μια σειρά ευρημάτων, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ως μοναδικές «ευρεσιτεχνίες» με τις οποίες επιχειρείται είτε η παράκαμψη ή η μετάθεση των οξέων προβλημάτων που την κατατρύχουν, είτε η αντιμετώπιση συμπεριφορών άξιων μεν ποινικού κολασμού, για τις οποίες όμως το υπάρχον νομικό οπλοστάσιο δεν επαρκεί. Τέτοιες «ευρεσιτεχνίες» είναι π.χ. σε επίπεδο νομοθέτη οι διατάξεις για τις ειδικές παραγραφές, την μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής, της μετάθεσης του χρόνου τέλεσης του εγκλήματος στο αποτέλεσμα, του ακαταδίωκτου δημοσίων λειτουργών κλπ., ενώ σε επίπεδο νομολογίας η διευρυμένη εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1608/50, των διατάξεων για την απιστία περί την υπηρεσία (αρθρ. 256 ΠΚ) και εκείνων για την εγκληματική οργάνωση, η μεταβάπτιση όλων των εξ αμελείας εγκλημάτων σε εγκλήματα παραλείψεως, η προαντιφώνηση της νομής στην υπεξαίρεση κλπ. Ⅱ. Εικονικό ποινικό δίκαιο; Οι «ευρεσιτεχνίες» (τα εφευρήματα) ως «εγκεκριμένη» μέθοδος της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας και νομολογίας Εν όψει αυτών έχει κανείς την εντύπωση ότι άλλο είναι το ποινικό δίκαιο ως συστηματικά δομημένο και συναρμοσμένο σύνολο εννοιών, ως φορέας πνευματικής επεξεργασίας τουλάχιστον δύο αιώνων, δηλ. ως σύστημα με νοηματική συνοχή και άλλο το εφαρμοζόμενο στην καθημερινή δικαστηριακή πράξη, με αποτέλεσμα πλάι στο γραπτό και ισχύον ποινικό δίκαιο να αναδύεται και ένα εφαρμοζόμενο στην πράξη δίκαιο, που συχνά αποκλίνει σημαντικά από το πρώτο. Έτσι έχουμε ένα πραγματικό και ένα εικονικό ποινικό δίκαιο. Κατά τον τρόπο αυτόν, όμως, η διαπάλη μεταξύ θεωρίας και πράξης στην καθημερινή εφαρμογή αποβαίνει όχι σε βάρος της θεωρίας (η οποία έτσι κι αλλιώς αγνοείται) αλλά σε βάρος των πολιτών, που χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην αυθεντία της έννομης τάξης, δηλ. η κατά τον Luhmann συστημική εμπιστοσύνη, η οποία όμως, με τη σειρά της, είναι θεμελιώδες στοιχείο της συνοχής κάθε κοινωνίας. Τα θεμελιώδη αυτά φαινόμενα παθογένειας έχουν προκαλέσει μια εσωστρέφεια τόσο της ποινικής νομοθέτησης όσο και της ελληνικής ποινικής επιστήμης, που αναλίσκονται αφενός μεν στην επίλυση των προβλημάτων σχετιζομένων με την υπέρμετρη συμφόρηση των φυλακών, τις απάνθρωπες (κυριολεκτικά επικίνδυνες για την υγεία και τη ζωή) συνθήκες εργασίας των ελλήνων δικαστών και την ανυπόφορη επιβάρυνση των ποινικών δικαστηρίων αφετέρου δε στην αντιμετώπιση των ατόπων που προκύπτουν από τις προσπάθειες αντιμετώπισης των πιο πάνω προβλημάτων. Έτσι με την πάροδο του χρόνου έχει διαμορφωθεί ένα κλίμα ανοχής και μιθριδατισμού τόσο στην υποκρισία που διέπει το όλο ποινικό σύστημα, όσο και στη μεθοδολογία έκτακτων και ευκαιριακών λύσεων ανάγκης. Οι «ευρεσιτεχνίες» (τα εφευρήματα) έχουν καταστεί πλέον «εγκεκριμένη» και επικινδύνως ανεκτή μέθοδος της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας και νομολογίας. Οι ρυθμίσεις αυτές και αυτή η επακολουθήσασα θεατρικότητα του Ποινικού μας Κώδικα, οφείλονται σε μία σειρά δραστικών επεμβάσεων που αυτός υπέστη, που είχαν ως αποτέλεσμα να αποστερηθεί της αρχικής του φυσιογνωμίας και να υποστεί μια σειρά εμβαλωματικών λύσεων προς αντιμετώπιση πρόσκαιρων προβλημάτων. Οι εν λόγω τροποποιήσεις, συνολικά 70 μέχρι σήμερα (συμπεριλαμβανομένου και του ν. 4322/2015) κατανέμονται κατά χαρακτηριστικώς άνισο τρόπο στο χρόνο. Έτσι, από το 1951 μέχρι το 2000 έγιναν περ. 20 τροποποιήσεις ενώ από το 2001 μέχρι σήμερα έγιναν 50 τροποποιήσεις. Οι περισσότερες είχαν περιστασιακό χαρακτήρα και κατά κανόνα επεδίωκαν σκοπούς παντελώς ξένους προς τον προσιδιάζοντα στη φύση της εκάστοτε ρύθμισης, προεξαρχόντως δε απέβλεπαν στην επιτάχυνση της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και στην αποσυμφόρηση των φυλακών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εξειδίκευσης της ανωτέρω παθολογίας αποτελεί η περίπτωση της μετατροπής της ποινής. Οι διατάξεις για την μετατροπή της ποινής έχουν υποστεί συνολικά 19 τροποποιήσεις από το 1950, και από αυτές οι 1 Ο θεσπίστηκαν μετά το 1991. Ⅲ. Ο ευκαιριακός χαρακτήρας της θέσπισης ποινικών διατάξεων ως διαχρονικό χαρακτηριστικό της ελληνικής ποινικής νομοθέτησης. Η περίπτωση της υπέρμετρης αύξησης του ορίου της μετατροπής δεν είναι η μόνη, καθώς ο ευκαιριακός χαρακτήρας των εκάστοτε θεσπιζομένων ποινικών διατάξεων έχει καταστεί μόνιμος και είναι πλέον σύνηθες, κάθε φορά που εμφανίζεται ένα φαινόμενο σε έξαρση, να αντιδρά ο νομοθέτης κατά τρόπο σπασμωδικό και ιδιαιτέρως αυστηρό, (πράγμα που υποδαυλίζεται βεβαίως και από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας), χωρίς αυτή η αντίδρασή του να υπακούει στις θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικαίου, με αποτέλεσμα να διασπάται η νοηματική συνοχή του ποινικού συστήματος, να ανακύπτουν αντιφάσεις και αντινομίες και τελικά να κλονίζεται η αναγκαία για την αρμονική κοινωνική συμβίωση εμπιστοσύνη των κοινωνών στην αυθεντία της έννομης τάξης».
8. Βλ. Κωνσταντίνο Θ. Γιαννακόπουλο, «Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων», εκδ. Σάκκουλα Α.Ε., σελ. 129 επ.
9. Η διπλή λειτουργικότητα του εθνικού αλλά και ενωσιακού δικαστή του κοινού δικαίου («Dédoublement fonctionnel»).
10. Βλ. και Νίκο Σκανδάμη: «Τι απέγιναν τα ομοσπονδιακά σύμφωνα ;» - Ελληνική Οικονομία, Η καθημερινή, 31.7.2015.
11. Η προβληματική - λόγω και της κρίσης - πρόσβαση στη δικαιοσύνη αποτυπώνεται χαρακτηριστικά με απλά παραδείγματα στη σχετική εισήγηση της Κλειούς Παπαπαντολέων στην ημερίδα: Το δικαίωμα των δικαιωμάτων: η πρόσβαση στη δικαιοσύνη, που συνδιοργάνωσε το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου και η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στις 19.2.2015 στην Αθήνα, όπου διατύπωσε με ενάργεια κατά λέξη και τα εξής: «...Σήμερα, για παράδειγμα, ο παθών εφόσον αρχειοθετηθεί η πράξη σε βάρος του κατηγορουμένου, αυτός θα πρέπει να καταβάλει ένα παράβολο 300,00 € - δεν συμπεριλαμβάνω μέσα την δικηγορική αμοιβή που θα χρειαστεί για να συνταχθεί η προσφυγή - και θα πρέπει επίσης να επιμελείται και ο ίδιος και να παρακολουθεί την έκδοση - την καθαρογραφή της πράξης αρχειοθέτησης, προκειμένου να προλάβει και να ασκήσει εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο. Αυτό σημαίνει πρακτικά διότι καταργήσαμε την κοινοποίηση στους παθόντες για λόγους οικονομίας και για λόγους ταχύτητας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένας άνθρωπος - ένας πολίτης ο οποίος είναι παθών, εάν δεν είναι εμμονικός με την υπόθεσή του και δεν έχει δικηγόρο ή δεν μπορεί να πληρώσει δικηγόρο δεν υπάρχει καμία περίπτωση παρά να χάσει την προθεσμία άσκησης της προσφυγής. Δεύτερον, ήδη το είπα με έναν τρόπο, η οικονομική ασφυξία, ραγδαία αύξηση των δικαστικών εξόδων τα τελευταία χρόνια και επιβολή Φ.Π.Α στους δικηγόρους 23% στις δικηγορικές αμοιβές, η οποία μετακυλείται στον πελάτη, σε μια περίοδο οξείας οικονομικής ύφεσης, κατέστησε για πολύ κόσμο την πρόσβαση στην δικαιοσύνη ή τη συνέχιση δικών αδύνατη. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι κυρίως στις ποινικές δίκες όπου ο παθών διεκδικεί την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης και δεν αναμένει κάποιο περιουσιακό όφελος η παράσταση πολιτικής αγωγής μετατράπηκε σε περιττή πολυτέλεια. Η δωρεάν δε νομική βοήθεια που υφίσταται για τους παθόντες αφορά μόνο πολύ συγκεκριμένες κατηγορίες αδικημάτων όπως είναι η σεξουαλική εκμετάλλευση ή οικογενειακή βία και σε καμία περίπτωση δεν καταλαμβάνει όλο το εύρος των αδικημάτων. Τρίτον, αλλοδαπότητα, μια ιδιότητα που δημιουργεί μια σειρά από περιπλοκότητες στην Ποινική Δίκη, είναι αυτή του αλλοδαπού ιδίως δε του παράνομου μετανάστη, όπου μπορεί βάσιμα να πει κανείς ότι με την εξαίρεση ίσως των θεμάτων trafficking τα θύματα των λοιπών εγκληματικών πράξεων που δεν έχουν νομιμοποιητικά έγγραφα, ουσιαστικά δεν έχουν πρόσβαση στην δικαιοσύνη καθώς η εμφάνισή τους ενώπιον των αρχών σημαίνει αυτόματα και την διοικητική τους κράτηση με σκοπό την απέλαση. Η πολιτεία προέκρινε και εξακολουθεί να προκρίνει τον έλεγχο της νομιμότητας παραμονής του αλλοδαπού από τον έλεγχο, την δίωξη και την τιμώρηση των δικαιωμάτων σε βάρος του. ... . Πρόβλημα για τους αλλοδαπούς είναι και το ζήτημα της διερμηνείας καθώς προβλέπεται μεν δικονομικά η υποχρέωση διερμηνείας και ενώπιον των δικαστικών αρχών τηρείται στις αστυνομικές όμως αρχές, όπου οι δυνατότητες είναι πιο περιορισμένες, είτε ο αλλοδαπός πρέπει να έχει μαζί του κάποιον ο οποίος θα κάνει τον διερμηνέα είτε απλώς ματαιώνεται η πρόσβαση στις αρχές. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα: στην τηλεφωνική γραμμή για την αντιμετώπιση κρουσμάτων ρατσιστικής βίας μέχρι και σήμερα δεν υπάρχουν διερμηνείς το οποίο είναι τραγελαφικό διότι παίρνει ο Πακιστανός του μιλάει ο Έλληνας, δεν συνεννοούνται, πάει κατέρρευσε μια τηλεφωνική γραμμή». Για την υποχρεωτική (και δωρεάν) χρησιμοποίηση μεταφραστή σχετική η απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. στις 21.2.1984 (Υπόθεση Öztürk κατά Γερμανίας - 8544/79) και αναλυτικά σε Α. Μαγγανά - Χ. Χρυσανθάκη - Δ. Βανδώρο - Λ. Καρατζά: «Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σελ. 183, επ.
12. Βλ. και G. Deleuze: Michel Foucault, Un nouveau cartographe, Critique 1975, σελ. 1223-26, Βλ. και Ν. Σκανδάμη «Κράτος, δίκαιο και κοινωνία στην Ενοποιημένη Ευρώπη - Διεπιστημονικές προσεγγίσεις με άξονα το Δίκαιο», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1994, σελ. 364.
13. Βλ. Αντώνη Λιάκο: «Πως στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο;», εκδ. Πόλις, 2005, σελ. 10.
14. Βλ. και Νίκο Σκανδάμη, ο.π., σελ. 366-367.
15. Βλ. και Νίκο Σκανδάμη, ο.π., σελ. 383.
16. Βλ. και Benedict Richard Anderson, «Φαντασιακές Κοινότητες», εκδ. Νεφέλη 1997, σελ. 254.
17. Η μεγάλη αύξηση του παραβόλου της έγκλησης κρίθηκε και αυτή συνταγματική με τη με αριθμό 4789/2014 απόφαση του Σ.τ.Ε. (Τμ. Β΄): σκ. 10 «... γιατί ανάμεσα σε άλλα «η αύξηση στο ποσό των 100 €, που εισήχθη με την επίδικη ρύθμιση προς αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού (ενν. υπερφόρτωση των δικαστηρίων με καταχρηστικά ή αβάσιμα βοηθήματα) είναι μεν μεγάλη, όχι όμως τέτοιου ύψους, ώστε να παρεμποδίζει ουσιωδώς και μάλιστα κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς τις συνταγματικές διατάξεις περί ισότητας, το δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως, ενόψει του ότι για τον μέσο πολίτη, η υποβολή μήνυσης δεν αποτελεί κατά κοινή πείρα ιδιαίτερα συχνή πρακτική».
18. Αρ. Πρωτ. 55/21.4.2015, σελ. 2-3.
19. Χαρακτηριστική και η εισήγηση του Γεώργιου - Σταύρου Ι. Κούρτη επιτ. Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου με θέμα: «Η συμβολή του Ε.Σ. στην οικονομική ανάπτυξη και την καταπολέμηση της διαφθοράς» στο 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο E- themis - 1.5.2015 όπου πρότεινε την κατάργηση των ορίων αυτών στον προσυμβατικό έλεγχο των δημόσιων συμβάσεων».
20. Προαιρετικός με το Ν. 2145/1993 και υποχρεωτικός με το Ν. 2741/1999.
22. Βλ. Π. Δέγλερη ο.π σελ. 877.
21. Βλ. Π. Δέγλερη «Δίκαιο Προμηθειών και Υπηρεσιών Δημοσίου», Τόμος Ⅱ, εκδ. Σάκκουλα Α.Ε., 2009.
23 Βλ. και Χρήστο Π. Δετσαρίδη: «Η συνδρομή συγγνωστής πλάνης της αναθέτουσας αρχής ως κριτήριο ελέγχου των δημοσίων συμβάσεων», σε Εφημ.Δ.Δ. - 5/2014, σελ. 647.
24. Βλ. Επ.Αν.Σ.τ.Ε. 311/2012 σε Π. Δέγλερη: «Η προσωρινή Δικαστική προστασία στις δημόσιες συμβάσεις», σελ. 304 επ. και Επ.Αν.Σ.τ.Ε. 249/2011, σελ. 307 επ.
25. Βλ. Κωνσταντίνο Θ. Γιαννακόπουλο: «Η σχέση του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας από το Ε.Σ. με άλλες μορφές ελέγχου νομιμότητας της ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων στην εθνική έννομη τάξη», Εφημ.Δ.Δ. 4/2013, σελ. 457.
26. Άρθρα 37 και 89 του Νόμου 4129/2013 (Φ.Ε.Κ. Α΄52/28.2.2013).
27. Βλ. και Ιωάννη Συμεωνίδη: «Η αντιμετώπιση της διαφθοράς στο πλαίσιο του πειθαρχικού δικαίου των δημόσιων υπαλλήλων» σε Εφημ.Δ.Δ., 3/2015, σελ. 36, επ., όπου κατά λέξη το εξής χαρακτηριστικό απόσπασμα: «... Τακτοποιήσεις αυθαιρέτων, διεκπεραίωση φορολογικών εκκρεμοτήτων με χαριστικές ρυθμίσεις, νομιμοποίηση παράνομων χωρίς άδεια του δασάρχη εκχερσώσεων που έγιναν και μετά το Σύνταγμα του 1975, νομοθετική θεώρηση ως έγκυρων παράνομων συμβάσεων, νομιμοποίηση αλλοδαπών κ.λπ., όταν μάλιστα οι σχετικές εκκρεμείς υποθέσεις ενδέχεται να έχουν περάσει από όλες τις δικαστικές διαδικασίες και επανέρχονται στο δικαστήριο για να ελεγχθεί πλέον αν υπάγονται στις νέες ευνοϊκές ρυθμίσεις, κυρίως, όμως, νομιμοποιήσεις συμβασιούχων, οι οποίοι, χωρίς συγκριτική αξιολόγηση (άρθρ. 103 παρ. 7 Σ), άλλοτε εντάχθηκαν στο μόνιμο προσωπικό, στο αριστερό φυσικά των μονίμων «επιβάλλοντας» το σύστημα του ενιαίου των θέσεων με τον ν. 1586/1986 λόγω εμπλοκής των προαγωγικών εξελίξεων και άρα του συστήματος της σταδιοδρομίας, άλλοτε μετατράπηκαν οι συμβάσεις τους σε αορίστου χρόνου και μπορούν πλέον να γίνονται και γενικοί διευθυντές (μετά τον ν. 4024/2011) και άλλοτε μετατάχθηκαν από επιχειρήσεις δημόσιες ή δημοτικές σε οργανικές θέσεις ΟΤΑ ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου συσσωρεύοντας τα οργανογράμματα με προσωποπαγείς θέσεις, διαμορφώνοντας μια πραγματική κατάσταση παρά το Σύνταγμα, προκειμένου να δικαιολογηθεί στη συνέχεια η ανάγκη ανατροπής – αναθεώρησης του Συντάγματος. Και βεβαίως, όταν οι ανάγκες πιέζουν, διαπιστώνουμε ξαφνικά ότι μπορούμε να καταργήσουμε τις προσωποπαγείς αυτές θέσεις (τουλάχιστον όσες είναι πια κενές), ότι πρέπει να ελέγξουμε τα πλαστά δικαιολογητικά διορισμού (ν. 4305/2014 άρθρα 28,33), ή να υιοθετήσουμε ένα ηλεκτρονικό σύστημα ελέγχου των παράνομων συνταγογραφήσεων (ν. 3892/2010), ώστε να μην πληρώνουν οι ασφαλιστικοί οργανισμοί έξοδα φαρμακευτικής περίθαλψης ασφαλισμένων τους, των οποίων προηγουμένως έχουν καταβάλει τα έξοδα κηδείας και ούτω καθεξής...», ό.π., σελ. 348.
28. Βλ. του M. J. Sandel, «Ο Φιλελευθερισμός και τα όρια της Δικαιοσύνης», εκδ. Πόλις, 2003, σελ. 20, επ.
29. Έτσι ακριβώς σε Καθηγητή Νικόλαο Μπιτζιλέκη, «Η σύγχρονη διαμόρφωση των εγκλημάτων δωροδοκίας κατά τον Ποινικό Κώδικα - Ένα παράδειγμα μετανεωτερικού Ποινικού Δικαίου», Ποινικά Χρονικά ΞΓ/2013, σελ. 321, επ.
30. Βλ. Jacques Derrida: «Ισχύς Νόμου» - το «Μυστικιστικό Θεμέλιο της αυθεντίας», εκδ. Πατάκη, 2015, σελ. 44.