Εισήγηση του Τ.Δ. από την ημερίδα στο Ίδρυμα Ευγενίδου με θέμα "Σχολική Διαμεσολάβηση. Εκπαίδευση στη διαχείρηση της βίας και του εκφοβισμού", 4.4.2012
Καλησπέρα και από εμένα. Ελπίζω να έχω για λίγο ακόμα την ανοχή σας και την αντοχή σας, γιατί όπως βλέπετε έχω μόνο 3 σελίδες με σημειώσεις μου μπροστά μου και δεν θέλω να σας κουράσω. Οφείλω να ευχαριστήσω και εγώ με τη σειρά μου τους ανθρώπους του Ευγενιδείου Ιδρύματος για την πολύ σημαντική αυτή πρωτοβουλία και τους καθηγητές του Παντείου Πανεπιστημίου για την πολύτιμη συνεργασία στη σημερινή διοργάνωση.
Τι ενώνει τελικά καθηγητές ενός σχολείου και έναν δικηγόρο; Με ενώνει ένα διδακτορικό στην Εγκληματολογία και η πολύχρονη ενασχόληση με θέματα που στοχεύουν στο να κάνουν πιο απλά τα νομικά στους μη νομικούς. Πάντα είναι μία εξαιρετική πρόκληση η παρουσίαση ενός νομικού θέματος σε ανθρώπους που δεν έχουν άμεση σχέση με το δικό μας επάγγελμα ή λειτούργημα, όπως εμείς προτιμάμε να το ορίζουμε.
Όμως πάντα νιώθουμε την ανάγκη να απευθυνόμαστε με σεβασμό και αγάπη σε αυτό που λέμε εκπαιδευτική κοινότητα, τους εκπαιδευτικούς, τους δασκάλους και γι΄ αυτό θα προσπαθήσω να κινηθώ στο πλαίσιο του καθηγητή Γιάννη Πανούση μιλώντας με έννοιες και «φράσεις κλειδιά», ακριβώς γιατί είναι τόσο μεγάλο το θέμα το οποίο πραγματικά αγγίζουμε σήμερα.
Επέλεξα να δώσω έναν τίτλο στη σημερινή εισήγησή μου: «Σχολική βία – Διαμεσολάβηση – Δίκαιο Ανηλίκων». Είναι τρεις έννοιες που ακούστηκαν σήμερα και για να το κάνω πιο απλό θα προσπαθήσω να δώσω έναν επεξηγηματικό υπότιτλο λέγοντας «Νεανική Παραβατικότητα και Σχολείο». Άρα αυτές είναι οι έννοιες στις οποίες θα επικεντρωθώ και θα προσπαθήσω - κάνοντας μία περιοδολόγηση - να δω πως πλησιάζει το σχολείο - οι δάσκαλοι και βέβαια οι μαθητές τις έννοιες του δικαίου, της βίας αλλά και την οργανωμένη δικαιοσύνη στον τόπο μας.
Υπάρχουν δύο πολύ μεγάλοι σταθμοί που θα έλεγα ότι σηματοδοτούν την «αποτυχία» μας να προσεγγίσουμε την νεανική παραβατικότητα. Όπως όλοι θα προσέξατε χρησιμοποιούμε τον όρο «Παραβατικότητα» και όχι τον όρο «Εγκληματικότητα», ακριβώς για να αποφύγουμε τον «στιγματισμό» (την «ρετσινιά») του ανηλίκου.
Σε ποινικό επίπεδο η ποινική διαδρομή σταματά περίπου για την Ευρώπη το 1980 – μιλάμε για την δεκαετία 1960 με 1980 – όπου πραγματικά ο ποινικός νόμος σε Ευρωπαϊκό επίπεδο νιώθει «αδύναμος» να προχωρήσει, θεωρώντας ότι η «καταστολή» και η αύξηση της «ποινικοποίησης» οδηγεί μόνο σε προβλήματα και το πρόβλημα που δημιουργεί την εκκωφαντική έκρηξη είναι το «σωφρονιστικό υποσύστημα» - κοινώς η φυλακή ή το αναμορφωτήριο - όταν μιλάμε για τους ανηλίκους.
Αυτό το «παράδειγμα» οδηγεί τον ποινικό νόμο να θελήσει να σταματήσει να ποινικοποιεί πλέον πράξεις ανηλίκων και να αρχίσει να σκέφτεται «διαφορετικά» το θέμα των ανηλίκων, «διαφορετικά» δηλαδή την προσέγγιση απέναντι στους ανηλίκους, γιατί και σήμερα στη χώρα μας ο ποινικός νόμος είναι ίδιος για όλους και απλά ένα ειδικό κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα αναφέρεται στους ανηλίκους, παρότι έχουν έρθει στη συνέχεια καινούργιοι και εδώ νόμοι που ακολούθησαν αυτή την ευρωπαϊκή τάση προσπαθώντας να σταματήσουν - να «φρενάρουν» την όποια ποινική επέμβαση.
Άρα το μοντέλο του ποινικού νόμου απέναντι στους ανηλίκους είναι κάποια «μη»: «μην επέμβεις», «μη τα κάνεις χειρότερα τα πράγματα», «μη τον αποκλείσεις», μη τον «στιγματίσεις», γιατί πολλές φορές είναι κάτι τελείως περιστασιακό, το οποίο πραγματικά θα ξεχαστεί, θα ξεπεραστεί και θα μιλήσουμε για βελτίωση του ανηλίκου και όχι βέβαια για τιμωρία ή «ανταπόδοση».
Άρα και η Ελλάδα σταδιακά αναγνώρισε αυτές τις ιδιαιτερότητες - ειδικά της νομοθεσίας, όταν πρόκειται να ασχοληθεί με την παραβατικότητα των ανηλίκων. Στην Ελλάδα αυτοί οι νόμοι – αυτή η ευρωπαϊκή όπως σας είπα τάση – μεταφέρθηκε με δύο νόμους τόσο το 2003 όσο και το 2010 . Άρα ολοκληρώσαμε ένα «σταμάτημα» της ποινικής κατασταλτικής νομοθεσίας απέναντι στους ανηλίκους.
Αυτό όμως αφορά μόνο αυτό που ορίζουμε ως «hard law», το οποίο είναι το σύνηθες και στην Ελλάδα, γιατί ακριβώς έχουμε μια μεγάλη έλλειψη από κανόνες «soft law», δηλαδή μη δεσμευτικούς κανόνες, ή αυτό που μπορούμε να πούμε ότι είναι «κανόνες δεοντολογίας», είναι «καλές πρακτικές» ή πολλά άλλα, τα οποία θα δούμε ότι παρουσιάζουν μια τεράστια γκάμα έλλειψης σε εμάς που θα μπορούσαμε όμως να εφαρμόσουμε και ακριβώς ένα μέρος από αυτά είναι οι «κανόνες της διαμεσολάβησης».
Άρα είναι ήδη ορατή η πρώτη «αποτυχία» είναι αυτού του «βαριού» ποινικού συστήματος να ασχοληθεί με τους νέους. Έφτασα στη συνέχεια σε αυτά τα «μη» που είπα, τα οποία είναι γνωστά και ως «Η άρνηση των 4 d» - σε δική μου απλή απόδοση ορίζονται και είναι: η Απεγκληματοποίηση - η Αποποινικοποίηση. Άτυπες κατά παρέκκλιση διαδικασίες στους νέους, (έχουμε δηλαδή νέες ειδικές διαδικασίες - δεν έχουμε ακροαματικότητα, δεν έχουμε τη «σκληρή» αίθουσα του ποινικού δικαστηρίου – διαφοροποιημένα μέτρα), έχουμε την Αρχή της Δίκαιης Δίκης και βέβαια την Αποïδρυματοποίηση.
Άρα αν θέλουμε να οριοθετηθούμε χρονικά τον προηγούμενο αιώνα θεωρώ ότι απλά «σταματήσαμε» με τον ποινικό νόμο. Πιστεύω ότι στις αρχές του 21ου αι. «σταματήσαμε» και με το «τέλος» της Προνοιακής Πολιτικής. Ιδιαίτερα μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο όπου η εμπλοκή πολλών προνοιακών ιδρυμάτων κατέληγαν τελικά στο ίδιο «στιγματιστικό» αποτέλεσμα. Είδαμε σιγά-σιγά ότι εγκαταλείπεται αυτή η πολιτική και άρα τώρα μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ένα δεύτερο οριστικό τέλος και το ονομάζω εγώ προσωπικά «Τέλος της Προνοιακής Πολιτικής».
Δεν παύει όμως να υπάρχει το πρόβλημα. Το πρόβλημα της βίας ειδικά στους νέους – η νεανική παραβατικότητα – εγώ θα το ονομάσω ίσως και Πολιτική Ανυπακοή - είναι αυτό που ο κος Πανούσης ονόμασε «Αντίδραση στο Αξιακό Σύστημα». Άρα ξανά και ξανά επανερχόμαστε σε αυτό που όλοι προηγούμενοι τόνισαν και λέγεται Πρόληψη. Μια πρόληψη που αναζητά ρόλο μέσα στο σχολείο – ζητάει την «εμπλοκή» της κοινότητας, μέσα σε ένα τεράστιο κοινωνικό περιβάλλον «ανομίας», όπως αυτό της χώρας μας.
Το πρόβλημα της «ανομίας» έχει ήδη αναλυθεί - νομίζω ότι και η καθ. κα Αρτινοπούλου και ο καθ. κος Πανούσης το προσέγγισαν. Απλά επιτρέψτε μου μια πολύ μικρή παρένθεση. Όταν λέμε «ανομία» δεν εννοούμε μόνο την Θεωρία του Μέρτον, δηλαδή όταν δεν μπορούμε να πετύχουμε τα κοινωνικά «στάνταρντς» και αναγκαστικά θα έχουμε παραβατικές συμπεριφορές. Ανομία δεν είναι μόνο η μεγάλη διαφθορά. Ανομία είναι η καθημερινή πρακτική. Ανομία είναι και το μικρό εξοχικό αυθαίρετο. Ανομία είναι και η Υπουργική Απόφαση ή η Εγκύκλιος που ευνοεί κάποιους απέναντι σε κάποιους άλλους.
Σε αυτό λοιπόν το συγκεκριμένο περιβάλλον ζητάμε την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στην πρόληψη με προγράμματα, με σεμινάρια και εδώ είναι και η βοήθεια των νομικών που πιθανά θα μπορέσουν να συνδράμουν το έργο των δασκάλων και των καθηγητών, ακριβώς γιατί όπως είπε η καθ. κα Αρτινοπούλου «είναι αδύνατον να έχετε όλα τα καπέλα μαζί στη διάρκεια της εκπαίδευσης».
Πρόληψη λοιπόν στο σχολείο, πρόληψη στη νεανική παραβατικότητα και Αποκαταστατική Δικαιοσύνη. Όντως, όπως πολύ σωστά είπε η κα Αρτινοπούλου και ο κος Πανούσης, η αποκαταστατική δικαιοσύνη είναι ένα νέο ουσιαστικό κομμάτι της δικαιοσύνης. Δεν είναι όλη η δικαιοσύνη, προέρχεται από ένα τμήμα της Εγκληματολογίας που λέγεται Θυματολογία. Θυμίζω ότι για αιώνες παράδοσης του πολιτισμού του δικαίου όλοι έστρεφαν το ενδιαφέρον τους μόνο στον κατηγορούμενο. Γι΄ αυτό η «θέση» του εξοπλίστηκε με προνόμια, με δικαιώματα και όλοι προσπαθούν να σεβαστούν αυτά τα δικαιώματα.
Για πάρα πολλές δεκαετίες είχε «ξεχαστεί» το θύμα. Παρά τα μικρά δικαιώματά του, όπως το να παρίσταται σαν πολιτική αγωγή είχε σταματήσει το όποιο επιστημονικό ενδιαφέρον προς αυτή την πλευρά.
Αυτό λοιπόν το κομμάτι της Θυματολογίας που έχει να κάνει με την «αποκατάσταση» της ζημιάς του θύματος μας βοηθάει σε ένα μεγάλο κομμάτι αποκαταστατικής δικαιοσύνης και ένα τέτοιο μεγάλο κομμάτι είναι και η βία των ανηλίκων. Εδώ λοιπόν πραγματικά μπορεί να εφαρμοστεί άνετα αυτή η αποκαταστατική δικαιοσύνη με διαμεσολάβηση, ακριβώς γιατί είναι πολύ προτιμότερο από το να τιμωρηθεί - με όποιο τρόπο - ένας ανήλικος να αποκαταστήσει τη ζημιά που έκανε είτε τη φθορά που προκάλεσε και δεν μιλάω να έρθει ο πατέρας του να πληρώσει το τζάμι, αλλά αποκαταστατική δικαιοσύνη είναι και πιθανά μία ώρα παραπάνω κοινωνικής εργασίας του νεαρού, που θα καθαρίσει όλους τους σχολικούς πίνακες ή θα καθαρίσει την αίθουσα της γυμναστικής.
Η έννοια της διαμεσολάβησης σαν λειτουργία σε αυτό το κομμάτι της δικαιοσύνης έχει περίεργη ιστορία. Εφαρμόστηκε για πρώτη φορά με το μοντέλο της κας Αρτινοπούλου στην Ιωνίδειο Σχολή του Πειραιά, αλλά σαν έννοια ευρύτερη προέρχεται από την Αμερική και προέρχεται κυρίως από τον επιχειρηματικό κόσμο, την οποία ενστερνίστηκε το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και το 1981 και το 1991 οι δύο καθηγητές - ο Roger Fisher και ο William Ury - εξέδωσαν δύο σημαντικά βιβλία τα οποία κυκλοφορούν και στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Καστανιώτη και τα οποία είναι: α) «Το πετυχαίνω τη συμφωνία» και β) «Το ξεπερνώντας την άρνηση».
Αυτές τις τεχνικές που έδειξε η καθ. κα Αρτινοπούλου έχουν να κάνουν με «πρακτικές» που πρέπει να εφαρμοστούν και στους νέους σε περιπτώσεις βίας. Τους ωθεί στο να διαπραγματευτούν, τους βάζει να επιλέξουν τον διαιτητή και σας κάνω γνωστό ότι στην Αμερική πλέον μια καινούργια τάση είναι να υπάρχει Δικαστήριο Νέων με Πρόεδρο μόνο ενήλικα και ενόρκους κριτές μόνο ανηλίκους.
Εδώ βάζουμε τους ίδιους τους ανηλίκους να κρίνουν τους συμμαθητές τους και τους μαθαίνουμε αξιακά - αναγκαία πράγματα, τα οποία στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο παρά να περάσουμε νομικούς κανόνες και πρακτικές δικαιοσύνης από τους δασκάλους στους συμμαθητές.
Σε αυτή την προσπάθεια νοείται ότι και οι νομικοί θα είναι συμπαραστάτες στο έργο των δασκάλων. Πρέπει να μάθουμε – πρέπει να μάθετε τα παιδιά να συζητάνε και να ξεχωρίζουν τους ανθρώπους από το πρόβλημα. Συνήθως οι Έλληνες επιτίθενται στους ανθρώπους και όχι στο πρόβλημα. Πρέπει να μάθετε τα παιδιά να επικεντρώνονται στα προβλήματα, πρέπει να τους μάθετε να ακούν, πρέπει να τους μάθετε να καταλαβαίνουν ποιο είναι το αμοιβαίο όφελος, πρέπει να τους βάλετε να «μπαίνουν» ο ένας στη θέση του άλλου.
Στην ουσία με αυτά που σας λέω τι σας ζητώ; Σας ζητώ να περάσετε κανόνες δικαίου στους νέους. Αυτός είναι ένας τρόπος που προτείνει η διαμεσολάβηση, η διαμεσολάβηση σαν αποκαταστατική δικαιοσύνη στα πλαίσια της πρόληψης και στα πλαίσια αποφυγής είτε πρόνοιας είτε και ποινικού νόμου.
Άρα στην ουσία σας λέω να ξαναδιδάξετε και αυτό νομίζω ότι είναι ένα κορυφαίο παράδειγμα για την ελληνική παιδεία να ξαναδιδάξετε την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε αυτά τα παιδιά, αναλύοντας τη διάκριση των εννοιών δίκαιο και δικαιοσύνη.
Είναι άλλο πράγμα οι κανόνες του δικαίου και άλλο να εφαρμόσουμε δικαιοσύνη. Άλλο να τιμωρήσουμε και άλλο να αποκαταστήσουμε οι ίδιοι τη ζημιά αλλά πάνω από όλα στους νέους πρέπει να περάσουμε πρακτικές και κανόνες και οι μόνοι αρμόδιοι για να το κάνετε είστε εσείς.
Ολοκληρώνοντας τη δική μου εισήγηση στα πλαίσια της νεανικής βίας θεωρώ ότι υπάρχει μια νέα πρόταση στα πλαίσια της πρόληψης με διαμεσολάβηση, κυρίως με κανόνες και αρχές που, στα πλαίσια του πολύ δύσκολου έργου και καθηκόντων σας, έχετε υποχρέωση να κάνετε.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.