Εισήγηση Τ.Δ. από την εκδήλωση που διοργάνωσε η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ στον Δ.Σ.Π., 9.12.2010

img003Το θέμα της ημερίδας μας θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον γιατί ακριβώς αφορά την πρακτική επαγγελματική κατάρτιση των υποψηφίων δικηγόρων, αλλά και επίκαιρο ιδιαίτερα τώρα - στην παρούσα φάση αυτής της πρωτοφανούς κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που ζούμε - και πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το κοινό χαρακτηριστικό που αναδεικνύεται πάντα σε όλες τις κρίσεις είναι ότι οι κρίσεις θέτουν επιτακτικά και υποχρεώνουν για επανεξέταση την ολότητα των προβλημάτων.

Πρακτικά θα μπορούσαμε να παραφράσουμε ή σε ελεύθερη απόδοση να αναδιατυπώσουμε το θέμα ως εξής: «Πως ένας πτυχιούχος νομικής γίνεται δικηγόρος». Η οριοθέτηση λοιπόν του θέματος μας υποχρεώνει να αναλύσουμε τις λέξεις-κλειδιά τα οποία είναι: η 18μηνη πρακτική άσκηση, ο ρόλος, το περιεχόμενο και οι υποψήφιοι δικηγόροι. Είμαστε υποχρεωμένοι λοιπόν να δούμε πως (καταρχήν) νομικά, μέσα από την κείμενη νομοθεσία, οριοθετείται το θέμα μας.

Η ΚΕΙΜΕΝΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Το θέμα μας οριοθετείται αρχικά από το Ν.Δ. 3026/1954 «Περί Του Κώδικος των Δικηγόρων και άλλων τινών διατάξεων» και συμπληρώνεται από το Ν. 723/1977, που τροποποιεί και εφαρμόζει για πρώτη φορά το έτος 1977 τις σχετικές ρυθμίσεις για το ρόλο και το περιεχόμενο της πρακτικής άσκησης και βέβαια θα φτάσουμε υποχρεωτικά μέχρι το σήμερα, προσδιορίζοντας και αναδεικνύοντας τόσο το τι γίνεται στην πράξη, όσο και να καταγράψουμε μια ήδη δημοσιοποιημένη και προτεινόμενη διάταξη στο Σχέδιο Νόμου για την «Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών και άλλες διατάξεις», που έρχεται να τροποποιήσει την υφιστάμενη νομοθεσία και να προτείνει μία εξάμηνη πρακτική άσκηση των υποψηφίων δικηγόρων στις γραμματείες των δικαστηρίων .

Ας προσεγγίσουμε λοιπόν αρχικά τις κείμενες – ισχύουσες διατάξεις και ιδιαίτερα όσα καθιέρωσε για πρώτη φορά ο Ν. 723/1977, όπου έχουν, επί λέξει, ως εξής:

ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 723
Περί αντικαταστάσεως διατάξεων τινών του Ν.Δ. 3026/1954
«Περί Του Κώδικος των Δικηγόρων και άλλων τινών διατάξεων»

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:

Άρθρον 1

Το άρθρον 3 του Ν.Δ. 3026/1954 «Περί Του Κώδικος των Δικηγόρων και άλλων τινών διατάξεων» αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 3

1. Ουδείς διορίζεται δικηγόρος, αν μη κέκτηται την Ελληνικήν Ιθαγένειαν. Αλλογενής αποκτήσας την Ελληνικήν Ιθαγένειαν δια πολιτογραφήσεως, δεν δύναται να διορισθή Δικηγόρος προ της συμπληρώσεως πενταετίας από ταύτης. Κατ΄ εξαίρεσιν Έλληνες το γένος αλλά μη κεκτημένοι την Ελληνικήν Ιθαγένειαν δύνανται να διορθώσι Δικηγόροι μετά προηγούμενην ειδικήν άδειαν του Υπουργού της Δικαιοσύνης κατόπιν γνώμης του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Η τοιαύτη άδεια δέον να χορηγήται προ της ενάρξεως της κατά την παρ. 3 πρακτικής ασκήσεως.

2. Δικηγόρος διορίζεται ο επιτυγχάνων εις εξέτασιν επί πρακτικών θεμάτων διεξαγομένην εις την έδραν εκάστου Εφετείου, προκηρυσσομένην κατά Μάρτιον και Σεπτέμβριον εκάστου έτους δι΄ αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης.

3. Δικαίωμα συμμετοχής εις την εξέτασιν έχει όστις κέκτηται πτυχίον του νομικού τμήματος της Νομικής Σχολής Ελληνικού ή αλλοδαπού ανεγνωρισμένου ομοταγούς Πανεπιστημίου, έχει συμπληρώσει πρακτικήν άσκησιν δέκα οκτώ μηνών παρά δικηγόρω και έχει ηλικίαν ουχί ανωτέραν των 35 ετών συμπεπληρωμένων. Η συμπλήρωσις λογίζεται ως επελθούσα την 31ην Δεκεμβρίου του αντιστοίχου έτους».

Άρθρον 2

Το άρθρον 4 του Ν.Δ. 3026/1954 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρον 4

Ο πτυχιούχος οφείλει εντός εξαμήνου από της λήψεως του πτυχίου του, να ζητήση την εγγραφήν του εις ειδικόν βιβλίον του Δικηγορικού Συλλόγου του τόπου ασκήσεως, προσάγων το πτυχίον αυτού ως και βεβαίωσιν του παρ΄ ω ήρξατο ασκούμενος δικηγόρου. .....».
[...]

Άρθρον 4

Το άρθρον 6 του Ν.Δ. 3026/1954 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 6

1. Η άσκησις γίνεται των μεν ασκουμένων εν τη έδρα των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς παρά δικηγόρω παρ΄ Αρείω Πάγω ή παρ΄ Εφέταις, των δε ασκουμένων εν τη έδρα των λοιπών Πρωτοδικείων παρά δικηγόρω παρ΄ Εφέταις ή παρά Δικηγόρω παρά Πρωτοδίκαις έχοντι παρ΄ αυτοίς υπηρεσίαν τουλάχιστον πέντε ετών. Δεν δύναται παρά τω αυτώ δικηγόρω να ασκώνται συγχρόνως πλείονες των τριών πτυχιούχων. Επιτρέπεται η σύγχρονος άσκησις του ασκουμένου εις πλείονας του ενός και μέχρι τριών το πολύ δικηγόρων.

2. Επί της εννόμου σχέσεως της συνδεούσης τον ασκούμενον μετά του ασκούντος δικηγόρου δεν έχουν εφαρμογήν αι διατάξεις του εργατικού δικαίου.
[...]

4. Η άσκησις δύναται να γίνη και παρά τω Γραφείω του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή παρά Γραφείω Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. ...».
[...]

Άρθρον 5

Το άρθρον 7 του Ν.Δ. 3026/1954 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρον 7

1. Η άσκησις είναι συνεχής. Ο ασκούμενος κατά την διάρκειαν των δικαστικών διακοπών, από της 1ης Ιουλίου έως 15ης Σεπτεμβρίου δικαιούται να διακόψη την άσκησιν του δια διάστημα μέχρι 30 ημερών δι΄ εκάστην περίοδον διακοπών, ο χρόνος δε ούτος υπολογίζεται ως χρόνος ασκήσεως. ...».

«Άρθρον 7

Το άρθρον 10 του Ν.Δ. 3026/1954 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρον 10

1. Διαρκούσης της ασκήσεως ο ασκούμενος δύναται να παρίσταται ενώπιον του Πταισματοδικείου, του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και του Ειρηνοδικείου, προκειμένου περί ενόρκων βεβαιώσεων του άρθρου 671 του Κωδ. Πολ. Δικ. και περί διαφορών διαδικασίας των άρθρων 737, 738 παρ. 2 Κ. Πολ. Δικ. Τη εγγράφω εντολή του παρ΄ ω ασκείται Δικηγόρου δύναται ο ασκούμενος να παρίσταται ενώπιον του Ειρηνοδικείου, δικάζοντος κατά την διαδικασίαν των μικροδιαφορών.

2. Ο ασκούμενος υποχρεούται να συμπαρίσταται μετά του παρ΄ ω ασκείται Δικηγόρου, ενώπιον του Πρωτοβαθμίων Δικαστηρίων συνυπογράφων τας προτάσεις.

3. Δι΄ αποφάσεων του Υπουργού Δικαιοσύνης, εκδιδομένων μετά πρότασιν της Συντονιστικής Επιτροπής των Δικηγορικών Συλλόγων, καθορίζονται τα της διεξαγωγής της πρακτικής ασκήσεως, ο τρόπος ελέγχου ταύτης υπό του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, ως και τα δικαιώματα και αι υποχρεώσεις των ασκουμένων και των παρ΄ οις ασκούνται ούτοι δικηγόρων. ...».
[...]

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄

ΠΕΡΙ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ

«Άρθρον 12

[...] Το πειθαρχικόν Συμβούλιον δύναται να επιβάλλη και πρόσθετον άσκησιν. [...]

Άρθρον 9

Το άρθρον 13 του Ν.Δ. 3026/1954 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρον 13

1. Η εξέτασις είναι γραπτή και προφορική μόνον επί της πρακτικής εφαρμογής του δικαίου και ειδικώτερον επί: 1) Αστικού Δικαίου, 2) Πολιτικής Δικονομίας, 3) Εμπορικού Δικαίου, 4) Ποινικού Δικαίου και 5) Ποινικής Δικονομίας. Η γραπτή εξέτασις είναι μυστική, συγχωρείται δε κατ΄ αυτήν η χρήσις μόνον νόμων άνευ σχολίων. Ο αποτυγχάνων εις την γραπτήν εξέτασιν αποκλείεται της προφορικής, ήτις διεξάγεται δημοσία. ...».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄

ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ

«Άρθρον 19

Ο επιτυγχάνων εις την εξέτασιν δύναται να ζητήση τον διορισμόν του ως Δικηγόρου παρ΄ οιωδήποτε Πρωτοδικείω. Εξαιρετικώς προκειμένου περί των Πρωτοδικείων Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πειραιώς, Πατρών, Λαρίσης, Κομοτινής και Ιωαννίνων, ο υποψήφιος δύναται να διορισθή παρ΄ αυτοίς μόνον εφ΄ όσον ησκηθή εις τους αντιστοίχους Συλλόγους. ...».

Άρθρον 15

Το άρθρον 20 του Ν.Δ. 3026/1954 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρον 20

1. Το Υπουργείον Δικαιοσύνης εκδίδει απόφασιν εντός είκοσιν ημερών διορισμού του αιτούντος ως Δικηγόρου εις το παρ΄ ω αιτείται Πρωτοδικείον, ήτις δημοσιεύεται εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. ...».

Από τα παραπάνω αναφερόμενα προκύπτουν με ακρίβεια τα εξής:

1. τι σημαίνει για το νομοθέτη πρακτική άσκηση
2. ποιος έχει δικαίωμα να μετέχει σε αυτές τις εξετάσεις των υποψηφίων δικηγόρων
3. τα όρια ηλικίας
4. η προϋπόθεση του να έχει ο/η υποψήφιος συμπληρώσει πρακτική άσκηση 18 μηνών παρά δικηγόρω, όπως με σαφήνεια ορίζεται στο άρθρο 3.

Όπως βλέπετε υπάρχουν ειδικά άρθρα που ορίζουν τεχνικές λεπτομέρειες, όπως πόσους ασκούμενους μπορεί να έχει κάποιος δικηγόρος, κάποιες προϋποθέσεις και διακρίσεις ανάμεσα σε παρ΄ Εφέταις και παρ΄ Αρείω Πάγω, γίνεται ειδική μνεία ότι στην έννομη σχέση που συνδέει τον ασκούμενο με τον ασκούντα δικηγόρο δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, ενώ δεν ξεχνά ο νόμος να αναφερθεί και στο διάστημα των καλοκαιρινών διακοπών, όπου ένα χρονικό διάστημα - μέχρι 30 ημερών -λογίζεται ως χρόνος άσκησης (άρθρο 7) (!).

Υπάρχουν κάποιες ρυθμίσεις για κάποια ελάχιστα δικαιώματα συμπαράστασης του δικηγόρου σε μικρότερους βαθμούς δικαστηρίων που στην πράξη δεν εφαρμόζονται, ενώ ρητά αναφέρεται ότι με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που εκδίδεται μετά από πρόταση της Συντονιστικής Επιτροπής των Δικηγορικών Συλλόγων καθορίζονται τα της διεξαγωγής της πρακτικής άσκησης (;), ο τρόπος ελέγχου αυτής (;), όπως τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ασκουμένων. Σε αυτά συμπεριλαμβάνεται σε ειδική ρύθμιση και μία πρόσθετη υποχρέωση των δικηγορικών συλλόγων αλλά και των ασκουμένων δικηγόρων, οι οποίοι πρέπει να παρακολουθούν κάποια ειδικά φροντιστήρια ή και διαλέξεις που διοργανώνουν οι δικηγορικοί σύλλογοι (άρθρο 10).

Εκείνο το οποίο είναι σημαντικό είναι ότι αφιερώνει αρκετά άρθρα ο Ν. 723/1977 για να ρυθμίσει τα των εξετάσεων, οι οποίες περιλαμβάνουν σε γραπτή και προφορική εξέταση την πρακτική εφαρμογή του δικαίου σε θέματα Αστικού Δικαίου, Πολιτικής Δικονομίας, Εμπορικού Δικαίου, Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας. Και βέβαια στη συνέχεια ο επιτυγχάνων (!) σε αυτή την εξέταση ζητάει πλέον δικαιωματικά τον διορισμό του ως δικηγόρου στο οικείο Πρωτοδικείο.

ΒΑΣΙΚΗ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ

Αυτή η βασική ρύθμιση που λεπτομερώς προαναφέρεται ισχύει ήδη από το 1977 και βασιλεύει αδιατάρακτα μέχρι και σήμερα. Εκείνο όμως που θα μας βοηθήσει σε αυτήν την ανάλυση είναι να κάνουμε μία «χαρτογράφηση» αυτού του χώρου της πρακτικής άσκησης, δηλαδή αυτής της περιόδου σαν «τοπολογία», δηλαδή προσδιορίζοντας τα ορατά σημεία γνώσης, για να μπορέσουμε να εξηγήσουμε το θεσμό και να προσεγγίσουμε ερμηνευτικά τον ρόλο και το περιεχόμενό του. Γιατί για πολλά έτη δεν γίνεται λόγος για τα πραγματικά - ιδιαίτερα προβλήματα, ενώ οφείλουμε να καταγράψουμε – προσθέσουμε ένα χάρτη από τις σημερινές διαπιστώσεις μας, ερευνώντας ή «χαρτογραφώντας» τον ελληνικό νομικό χώρο, δηλαδή τι ακριβώς γίνεται (ή δεν γίνεται) με αυτήν την πρακτική επαγγελματική άσκηση.

Εκείνο που έχουμε να παρατηρήσουμε είναι ότι από το 1977 μέχρι σήμερα αδιατάρακτα επαναλαμβάνεται (σαν στερεότυπο) μία πρακτική άσκηση με εξετάσεις στους δικηγόρους, οι οποίες είναι οι ίδιες ακριβώς με τα μαθήματα του πτυχίου της νομικής, που είναι δεδομένο ότι με επιτυχία ο υποψήφιος δικηγόρος ήδη έχει περάσει. Άρα μία - χωρίς λογική -επανάληψη πτυχιακών μαθημάτων μας καταδεικνύει αρχικά ότι δεν προσδιορίζεται κάτι το ιδιαίτερο σαν βασικό περιεχόμενο αυτής της πρακτικής άσκησης.

Επιπρόσθετα είναι κοινό «τοις πάσι» ότι οι άνδρες υποψήφιοι δικηγόροι αξιοποιούν (!) το χρόνο της πρακτικής άσκησης κάνοντας τη στρατιωτική τους θητεία, πολλοί / πολλές επίσης ασχολούνται με τις όποιες μεταπτυχιακές σπουδές τους και ένα μικρό μόνο τελικά ποσοστό υποψηφίων δικηγόρων συνεργάζονται σε δικηγορικά γραφεία, όπου με τη συμπαράσταση του «εκπαιδευτή» δικηγόρου ο υποψήφιος δικηγόρος προσπαθεί να κάνει τα πρώτα βήματα πρακτικής άσκησης (από το να διαβάσει ένα φάκελο δικογραφίας μέχρι να «γράψει» σε σχέδιο - για διορθώσεις - το πρώτο του δικόγραφο).

Έτσι παρουσιάζονται τα ερμηνευτικά προβλήματα του «κενού» ή και του «τίποτα», τα οποία μόνο πρόσθετες δυσκολίες έχουν να συνεισφέρουν. Και τούτο γιατί αυτή η πρακτική άσκηση αναδεικνύει τι δεν γίνεται : κοινοτικό δίκαιο, σύγχρονα θέματα Ε.Ε. – ευρωπαϊκοί θεσμοί – όργανα – νομολογία Δ.Ε.Κ. κ.λπ., διοικητικό και δημόσιο, ειδικές διαδικασίες - «αυτοκίνητα», «μισθώσεις», «εργατικά», θέματα περιβάλλοντος από αυθαίρετη δόμηση μέχρι προσφυγές ή πρόστιμα και παρά πολλά σύγχρονα νομικά (και καθημερινά) θέματα, που θα έπρεπε ένα υποψήφιος δικηγόρος να έχει υπόψη του, σαν σοβαρά - αρχικά - εφόδια της επαγγελματικής του κατάρτισης. Δεν βλέπουμε θέματα δικαίου και πληροφορικής, θέματα διαδικτύου, blogs, επωνυμιών, «domain names», θέματα εφαρμογής δικαίου στο διαδίκτυο, θέματα επαγγελματικής δεοντολογίας και γενικά είναι μία ατέλειωτη σειρά από όσα τελικά δεν γίνονται.

Ενώ στη θέση αυτού του «κενού» αναπτύσσεται ένα κοινωνικό φαντασιακό στερεότυπο που είναι πολλές φορές μία κακή εικόνα ενός δήθεν καλά επαγγελματικά καταρτισμένου και με δήθεν άριστη επαγγελματική πρακτική άσκηση δικηγόρου, που στην ουσία όμως είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορέσει να προσφέρει σοβαρές υπηρεσίες στον πελάτη του, δηλαδή στον έλληνα πολίτη. Διαιωνίζοντας παράλληλα το χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που «ξέρουν» και αυτούς που «δεν ξέρουν», ενώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι αυτή η επαγγελματική κατάρτιση πρέπει να την βλέπουμε σαν ενιαία εξέλιξη στον χώρο του δικαίου, μιας και περιλαμβάνει: πτυχιούχο νομικής - πρακτική άσκηση υποψήφιου δικηγόρου αλλά και ταυτόχρονα υποψήφιου δικαστή, μιας και πάντα πρέπει να βλέπουμε ενιαία αυτήν την εξέλιξη, ακριβώς γιατί απαιτείται μία ενιαία σύγχρονη και πλήρης επαγγελματική κατάρτιση.

Για να μπορέσουμε να ολοκληρώσουμε αυτήν την προτεινόμενη «χαρτογράφηση» - τοπολογία θα πρέπει αυτόν τον χάρτη που απλώνουμε στο ελληνικό νομικό «μηδέν» της πρακτικής επαγγελματικής άσκησης να τον στρέψουμε - να τον μεταφέρουμε προς δυσμάς, αναζητώντας τόσο τα ευρωπαϊκά και ίσως και τα υπερατλαντικά νομικά δεδομένα, για να έχουμε μία πληρέστερη και συγκριτική ανάλυση και να διαπιστώσουμε αν η υφιστάμενη «τοπολογία» αυτή μπορεί να αναδείξει τα απαραίτητα – διερευνούμενα θέματα.

Σαν αναλυτικά εργαλεία αυτής της μεθόδου, της μετατόπισης – διεύρυνσης δηλαδή της χαρτογράφησης, προτείνω να χρησιμοποιήσουμε δύο και αυτά είναι:

α) η γνωστή φράση του Βέλγου ζωγράφου R. Magritte, σύμφωνα με την οποία «μόνο η σκέψη βλέπει», άρα θα πρέπει να αναλύσουμε νοητικά αυτά τα οποία παρατηρούμε και
β) ένα γνωστό ευφυολόγημα του Freud που αναφέρει ότι: «στη ζωή υπάρχουν 3 αδύνατα επαγγέλματα και αυτά είναι: η ψυχανάλυση, η πρακτική εκπαίδευση και η τέχνη της διακυβέρνησης». Πολύ απλά δεν μπορείς να εκπαιδεύσεις κάποιον στο να κυβερνάει, αν πρώτα δεν κυβερνήσει και σε αυτά τα 3 επαγγέλματα μάταια θα επεδίωκε κανείς να ασκήσει τεχνικές εφαρμογές μιας ήδη προκαθορισμένης θεωρητικής γνώσης, ακριβώς γιατί η θεωρία δεν μπορεί να αναπτυχθεί παρά μόνο στην βάση όσων παραδίδει η πρακτική.

Εφαρμόζοντας λοιπόν την χαρτογράφηση σε ευρωπαϊκά δεδομένα θα δούμε ότι αυτό το (δικό μας) κενό καλύπτεται σε άλλες χώρες από τα ethics και τα best practices. Ακριβώς γιατί υπάρχουν θέματα ουσιαστικής επαγγελματικής κατάρτισης αλλά και «λειτουργίας» του νέου επαγγελματία στα οποία πρέπει να εκπαιδευτεί . Τονίζω τη λέξη «λειτουργία» ακριβώς για να τονίσω ότι πέρα από την σωστή επαγγελματική και επιστημονική του προσφορά, οφείλει να είναι επαγγελματικά άψογος στις συναλλαγές του, τόσο με τον πελάτη του – εντολέα, όσο και με τις δημόσιες υπηρεσίες, να ξέρει να τηρεί φορολογικά βιβλία, να τηρεί εχεμύθεια, να ξέρει να αμείβεται και να διεκδικεί τη δίκαιη αμοιβή του κ.α., ενώ σαν βέλτιστες πρακτικές τονίζω ότι οφείλει να σέβεται τόσο την κείμενη δεοντολογία και τους κανόνες δεοντολογίας, όσο και τις βασικές θεματικές αρχές για το πως για παράδειγμα: εξετάζεται ένας μάρτυρας στο δικαστήριο χωρίς να διασύρεται η προσωπικότητά του, ποια είναι η ορθή διαδικασία – συμπεριφορά στο ακροατήριο, πως συμπεριφερόμαστε μεταξύ συναδέλφων και πως δεν θίγονται άνθρωποι ή αρχές ή νόμοι στην δημόσια εκφορά – συμπεριφορά και άσκηση αυτού του τόσο σοβαρού υπερασπιστικού λειτουργήματος.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ

Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι από την ανάλυση αυτής της χαρτογράφησης - αυτής της τοπολογίας που προτείνω, εύκολα προκύπτουν οι πραγματικές και σοβαρές ελλείψεις στα θέματα αυτής της πρακτικής άσκησης, ακριβώς γιατί πρέπει να συγκρίνουμε το «τι δεν συμβαίνει εδώ» και το τι συμβαίνει διεθνώς.

Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι για χρόνια οι συνδικαλιστικές ηγεσίες όλων των δικηγορικών συλλόγων είχαν αναπτύξει μία τέχνη - μία πολιτική «που λες και εμποδίζει τους ανθρώπους να ανακατεύονται στις υποθέσεις που τους αφορούν». Και τούτο το λέω, γιατί η κοινωνία μας και ιδιαίτερα η νεολαία μας έχει αποδείξει ότι οι έλληνες πτυχιούχοι είναι ικανοί, αλλά και οι ίδιοι έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν μία εξαιρετική ωριμότητα. Φρονώ λοιπόν ότι οι νέοι και οι ασκούμενοι δικηγόροι που έχουν φανερώσει αυτήν την σπάνια ωριμότητα, απαιτούν εκ μέρους μας μια αντάξια μεταχείριση. Και για μας είναι χρέος και υποχρέωση να αναδείξουμε το «κενό» που υπάρχει στη σύγχρονη επαγγελματική κατάρτιση των υποψηφίων δικηγόρων - δικαστών. Το θέμα αυτό μόλις άνοιξε και νομίζω ότι η συμβολή όλων μας, με θετικές προτάσεις και ιδέες, είναι κάτι παραπάνω από απολύτως αναγκαία.